-
1 Withdraw
v. trans.Draw back: Ar. ἀνασπᾶν; see draw back.Retract: P. ἀνατίθεσθαι (acc. or absol.), P. and V. ἐκβάλλειν (acc.).I withdraw my former words: V. καὶ τῶν παλαιῶν ἐξαφίσταμαι λόγων (Eur., I A. 479).When we had withdrawn our steps from this house: V. ἐπεὶ μελάθρων τῶνδʼ ἀπήραμεν πόδα (Eur., El. 774).Keep apart: P. and V. ἐξαιρεῖν (or mid.).Remove, secretly: P. and V. ὑπεκτίθεσθαι, ὑπεκπέμπειν, ἐκκλέπτειν, ἐκκομίζεσθαι, P. ὑπεκκομίζειν, V. ὑπεκλαμβάνειν, ὑπεκσώζειν.Withdraw ( a case at law): P. διαγράφεσθαι (δίκην).V. intrans.Retire: P. and V. ἀναχωρεῖν (Eur., Phoen. 730. Rhes. 775), ὑποστρέφειν, ἀποχωρεῖν, Ar. and P. ἐπαναχωρεῖν, ὑποχωρεῖν; see Depart.Of an army: P. ἀπανίστασθαι, ἐπανάγειν (Xen.), ἀνάγειν (Xen.); see Retreat.Withdraw privily: P. ὑπεξέρχεσθαι,The Athenians withdrew from the conference: P. οἱ μὲν Ἀθηναῖοι μετεχώρησαν ἐκ τῶν λόγων (Thuc. 5, 112).We have withdrawn from Amphipolis in Philip's favour: P. Φιλίππῳ... Ἀμφιπόλεως παρακεχωρήκαμεν (Dem. 63).Cities from which the king withdrew in favour of the Greeks: P. πόλεις... ὧν βασιλεὺς... ἀπέστη τοῖς Ἕλλησι (Dem. 198).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Withdraw
-
2 зажигательность
-и θ.εμπρηστικότητα•речей εμπρηστικότητα των λόγων.
-
3 неделикатность
-и θ.έλλειψη λεπτότητας τρόπων, λόγων, ενέργειας. -
4 улица
-ы θ.1. οδός (μεταξύ κτιρίων)•ленина οδός Λένιν•
глухая улица ερημική οδός•
улица колокотрониса οδός Κολοκοτρώνη.
2. το έξω, ο ανοιχτός χώρος (ο εκτός οικοδομής χώρος)•на -е было темно έξω ήταν σκοτάδι•
мальчик вышел на -у το παιδάκι βγήκε έξω (στο δρόμο)•
он только что пришл с улицы αυτός μόλις ήρθε απ έξω.
3. μτφ. περιβάλλον κακής διαπαιδαγώγησης, δρόμος•дети -ы παιδιά του δρόμου•
девочка с -ы κορίτσι του δρόμου.
|| παλ. πλήθος μικροαστών, μικροσυμφεροντο-λόγων.εκφρ.на -е быть (оказаться, очутить(ся) – είμαι βρίσκομαι στο δρόμο (είμαι άστεγος, στερούμαι των μέσων ζωής)•с -ы – ο τυχών, τυχάρπαστος. -
5 Captious
adj.P. ἐριστικός, σοφιστικός.Captious reasoner: V. ἐξεριστὴς τῶν λόγων (Eur., Supp. 894).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Captious
-
6 Circumlocution
subs.V. περιπλοκαί λόγων, αἱ (Eur., Phoen. 494), Ar. περίλεξις, ἡ.Long-windedness: P. μακρολογία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Circumlocution
-
7 Commune with
Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat. or πρός, acc.), V. εἰς λόγους ἔρχεσθαι (dat.) (cf. Ar. Nub. 470), διὰ λόγων ἀφικνεῖσθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commune with
-
8 Confer
v. trans.A foolish favour did Adrastus confer on you: V. ἀμαθεῖς Ἄδραστος χάριτας ἔς σʼ ἀνήψατο (Eur. Phoen. 569).Confer ( with), have conference ( with): P. and V. συγγίγνεσθαι (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), συμμιγνύναι (dat.), Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat.), P. κοινολογεῖσθαι (dat.), V. εἰς λόγους ἔρχεσθαι (dat.), (cf. Ar. Nub. 470), διὰ λόγων ἀφικνεῖσθαι (dat.).I would confer with him touching my own and state affairs: V. οἰκεῖα καὶ κοινὰ χθονὸς θέλω πρὸς αὐτὸν συμβαλεῖν βουλεύματα (Eur. Phoen. 692).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Confer
-
9 Converse
v. intrans.Converse with: V. εἰς λόγους ἔρχεσθαι (dat.) (cf. Ar., Nub. 470), διὰ λόγων ἀφικνεῖσθαι (dat.), Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat.)Have intercourse with: P. and V. συνεῖναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), συμμιγνύναι (dat.), ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.).——————subs.See Conversation.The converse, the opposite: P. and V. τοὔμπαλιν, τοὐναντίον.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Converse
-
10 Dabbler
subs.Amateur, as opposed to professional: Ar. and P. ἰδιώτης, ὁ.A dabbler in disputation: V. παρεργάτης λόγων (Eur., Supp. 426).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dabbler
-
11 Discourse
subs.P. and V. λόγος, ὁ.Speech: P. and V. ῥῆσις, ἡ.Conversation: P. διάλογος, ὁ, P. and V. λόγοι, οἱ. V. λέσχαι, αἱ.——————v. intrans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Discourse
-
12 Discuss
v. trans.Consider, examine: P. and V. ἐξετάζειν, σκοπεῖν, ἐπισκοπεῖν, ἀθρεῖν, θεωρεῖν, ἐπεξέρχεσθαι; see Examine.Discuss fully: P. and V. διαπεραίνειν (Plat.).Talk of: P. διαλέγεσθαι περί (gen.).To discuss first the question of Euripides: Ar. χρηματίζειν πρῶτα περὶ Εὐριπίδου (Thesm. 377).Talk: Ar. and P. διαλέγεσθαι.Discuss with: P. and V. ἀγωνίζεσθαι (dat. or πρός, acc.), ἁμιλλᾶσθαι (dat. or πρός, acc.), ἐρίζειν (dat. or πρός, acc.), P. ἀμφισβητεῖν (dat.), V. διὰ λόγων ἀφικνεῖσθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Discuss
-
13 Doctrine
subs.P. δόγμα, τό.The writings of Anaxagoras of Clazomenae are full of these doctrines: P. τὰ Ἀναξαγόρου βιβλία τοῦ Κλαζομενίου γέμει τούτων τῶν λόγων (Plat., Ap. 26D).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Doctrine
-
14 Fine
subs.In fine: P. and V. ἁπλῶς, P. συνελόντι, τὸ κεφάλαιον.——————v. trans.P. and V. ζημιοῦν, P. χρήμασι ζημιοῦν.They fined him fifty talents: P. πεντήκοντα ἐπράξαντο τάλαντα (Dem. 429).Be fined ten talents: P. τάλαντα δέκα ὀφλισκάνειν (Dem. 431).——————adj.Thin, delicate: P. and V. λεπτός.Splendid: P. and V. λαμπρός.Well-grown: P. and V. εὐτραφής.Elegant: Ar. and P. χαρίεις.Of weather: P. εὔδιος (Xen.).Fine weather: P. εὐδία, ἡ.Ironically: P. and V. χρηστός.All else is vaunting and fine talk: V. τὰ δʼ ἄλλα κόμποι καὶ λόγων εὐμορφίαι (Eur., Cycl. 3I7).Fine words: P. εὐφημία, ἡ (Dem. 356).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fine
-
15 Handle
subs.P. and V. λαβή, ἡ.Handle of a sword: V. κώπη, ἡ.Handle of a shield: Ar. and V. πόρπαξ, ὁ.A handle for gossip: V. ἀφορμαί λόγων (Eur., Phoen. 199).With two handles ( of a jar), adj.: P. δίωτος, V. ἀμφίστομος.——————v. trans.Touch: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. θιγγάνειν (gen.) (also Xen. but rare P.), ψαύειν (gen.) (rare P.), ἐπιψαύειν (gen.), προσθιγγάνειν (gen.), προσψαύειν (absol.), ποτιψαύειν (absol.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Handle
-
16 Interview
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Interview
-
17 Intricacy
subs.P. ποικιλία, ἡ.Intricacies of discussion: V. περιπλοκαὶ λόγων, αἱ (Eur., Phoen. 494).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Intricacy
-
18 Labyrinth
subs.P. λαβύρινθος, ὁ.A labyrinth of words: V. περιπλοκαί λόγων αἱ.Labyrinthine adj. Use P. and V. πολύπλοκος (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Labyrinth
-
19 Maze
subs.Labyrinth: P. λαβύρινθος, ὁ.A maze of words: V. περιπλοκαὶ λόγων, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Maze
-
20 Parley
subs.P. and V. λόγοι, οἱ.——————v. intrans.Parley with: V. εἰς λόγους ἔρχεσθαι (dat.) (cf., Ar., Nub. 470), διὰ λόγων ἀφικνεῖσθαι (dat.), P. κοινολογεῖσθαι (dat.); see Confer.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Parley
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λογῶν — λογάω to be fond of talking pres part act masc voc sg λογάω to be fond of talking pres part act neut nom/voc/acc sg λογάω to be fond of talking pres part act masc nom sg (attic epic ionic) λογάω to be fond of talking pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγων — λόγος computation masc gen pl λογάω to be fond of talking imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λογάω to be fond of talking imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
ευφημία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
επαμύνω — ἐπαμύνω (AM) [αμύνω] 1. βοηθώ, συντρέχω, έρχομαι για βοήθεια (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία β. «σὺ δ οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. παρέχω τεκμήρια, συμβάλλω στην απόδειξη («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» τών… … Dictionary of Greek
εστίαση — (Φυσ.). Η συγκέντρωση δέσμης ακτίνων σε ένα συγκεκριμένο σημείο. ε. δέσμης ηλεκτρονίων σε έναν σωλήνα καθοδικών ακτίνων. Οι κύριες μέθοδοι στην περίπτωση αυτή είναι η ηλεκτροστατική ε. και η ηλεκτρομαγνητική ε. Στην πρώτη, η δέσμη των ηλεκτρονίων … Dictionary of Greek
λογογραφικός — ή, ό (Α λογογραφικός, ή, όν) [λογογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογογράφο ή στη λογογραφία, στη σύνταξη λόγων ή πεζού λόγου («σὺ δ ἔχεις ἀνάγκην λογογραφικήν» σού χρειάζονται κανόνες συγγραφής, Πλάτ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek