-
1 штыковой
επ.της λόγχης• με λόγχη•штыковойое остриё η αιχμή της λόγχης•-ая рана πληγή από λόγχη•
-ая атака επίθεση με εφόπλου λόγχη•
штыковой бой η λογχομαχία.
-
2 штык
штыкм ἡ λόγχη, ἡ μπαγιονέττα:клинковый \штык ἡ ξιφολόγχη· идти в \штыкй ὀρμῶ μ' ἐφ' ὀπλου λόγχη· встретить (принять) кого-л. в \штыкй перен δέχομαι ἐχθρικά. -
3 штыковой
штык||овойприл:\штыковойова́я рана ἡ πληγή ἀπό λόγχη· \штыковойово́й бой ἡ μάχη μέ ἐφ' ὅπλου λόγχες, ἡ μάχη ἐκ τοῦ συστάδην \штыковойова́я атака ἔφοδος μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη. -
4 штык
-а α.1. λόγχη, ξιφολόγχη.2. μτφ. (στρατ.) λογχοφόρος οπλίτης•отряд в составе пятьсот -ов τμήμα από πεντακόσιους λογχοφόρους οπλίτες.
3. (ναυτ.) κόμπος καραβόσχοινου.4. Ή φτυαριά (μια λήψη).εκφρ.в -и – με εφόπλου λόγχη•встречать ή принять в -и – υποδέχομαι εχθρικά. -
5 штык
1.(земли) η φτυαριά 2. мор. (особый узел) о ναυτικός κόμπος 3. (винтовки, автомата) η λόγχη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штык
-
6 атака
атак||аж воен. ἡ ἐπίθεση [-ις]/ перен разг ἡ προσβολή:фланговая \атака ἡ πλευρική ἐπίθεση [-ις]; воздушная \атака ἡ ἀεροπορική ἐπίθεση [-ις]; штыковая \атака ἡ ἔφοδος μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη[ν]; танковая \атака ἡ ἐπίθεση [-ις] ἀρμἀτων μάχης (или μέ τἀνκς); кавалерийская \атака ἡ ἐπέλαση ἰππικοῦ; психическая \атака ἡ ψυχική προσβολή; идти в \атакау κἀνω ἐπίθεση, ἐπιτίθεμαι; отразить \атакау ἀποκρούω ἐπίθεση. -
7 прикалывать
прикалыватьнесов1. (булавками) καρφιτσώνω, στερεώνω, πιάνω μέ καρφίτσα·2. (прикончить) ἀποτελειώνω, σκοτώνω μέ τή λόγχη. -
8 примыкать
примыкатьнесов1. (присоединяться) προσχωρώ, περνώ μέ τό μέρος..., τάσσομαι μέ:\примыкать к большинству́ περνώ μέ τό μέρος τής πλειοψηφίας·2. (быть смежным) πα-ράκειμαι, συνέχομαι, εἶμαι παράπλευρος / συνορεύω (граничить)· ◊ \примыкать штык воен. βάζω τή λόγχη στό ὅπλο. -
9 пронзать
пронзатьнссов (δια)τρυπῶ, διαπερνώ, καρφώνω:\пронзать штыко́м λογχίζω, τρυπώ μέ τή λόγχη· ◊ \пронзать взглядом ρίχνω διαπεραστικό βλέμμα. -
10 протыкать
протыкатьнесов (δια)τρυπώ:\протыкать насквозь διαπερνώ, τρυπώ πέρα πέρα· \протыкать штыко́м λογχίζω, τρυπώ μέ τή λόγχη. -
11 ударить
удари||тьсов см. ударять· ◊ \ударить по карма́ну разг ξεπαραδιάζω· \ударить по рукам (при сговоре) разг κλείνω συμφωνία· \ударить в штыки́ воен. ἐπιτίθεμαι μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη· гром \ударитьл βρόντηξε· молния \ударитьла в дерево ὁ κεραυνός χτύπησε τό δένδρο· вино \ударитьло в голову τό κρασί κτύπησε στό κεφάλι· \ударитьл тропический ливень ξέσπασ*· δυνατή βροχή· \ударитьли морозы πλάκωσαν ὁ£ παγωνιές· не \ударить лицом в грязь βγαίνω ἀσπροπρόσωπος· палец о па́-лец не \ударить δέν μοῦ καίγεται καρφί. -
12 штык
[στύκ] ουσ. α. λόγχη -
13 штыковой
[στυκαβόΐ] εκ. από λόγχη -
14 штык
[στύκ] ουσ α λόγχη -
15 штыковой
[στυκαβόϊ] επ από λόγχη -
16 атака
-и θ.επίθεση (από κοντά)•фронтальная атака η κατά μέτωπο επίθεση•
фланговая атака πλευρική επίθεση•
отбить -у αποκρούω επίθεση•
внезапная атака αιφνιδιαστική επίθεση•
с тыла επίθεση από τα νώτα•
штыковая атака επίθεση με εφ’ όπλου λόγχη•
танковая атака επίθεση με τάνκς•
кавалерийская атака επίθεση ιππικού•
броситься (идти) в –у επιτίθεμαι, ρίχνομαι στην επίθεση•
отразить -у αποκρούω επίθεση.
-
17 колоть
колоть 1коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -оρ.δ. μ.1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•
- ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.
|| μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•колоть барана σφάζω το πρόβατο.
2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).εκφρ.колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•правда глаза -ет – παρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).
колоть 2колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -оρ.δ.μ.σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•колоть дрова σχίζω ξύλα•
колоть орехи σπάζω καρύδια•
колоть лёд σπάζω τον πάγο.
σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος. -
18 отомкнуть
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отомкнутый, βρ: -нут, -а, -о.1. ξεκλειδώνω, ξεμανταλώνω.2. ανοίγω, αφήνω να φύγει απελευθερώνω.3. αφαιρώ, βγάζω•отомкнуть штык βγάζω τη λόγχη.
1. ξεκλειδώνομαι• ξεμανταλώνομαι.2. απελευθερώνομαι, αφήνομαι ελεύθερος. -
19 пика
пика 1-и θ.λόγχη• το δόρυ•пронзить -ой λογχίζω.
εκφρ.в -у (сделать что) – κάνω κάτι για να πικάρω, να ερεθίσω, να πεισματώσω, να γινατέψω.пика 2-и, πλθ. пики, пик θ. η πίκα, μπαστούνι της τράπουλας. -
20 примкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. примкнушый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.1. πλησιάζω, ζυγώνω• προσεγγίζω•примкнуть доски προσεγγίζω τις σανίδες•
правый фланг армии -ул к лесу η δεξιά πτέρυγα του στρατού πλησίασε στο δάσος.
2. προσχωρώ, περνώ με το μέρος•он -ул к моим противникам αυτός προσχώρησε στους αντιπάλους μου.
εκφρ.примкнуть штык – βάζω εφ όπλου λόγχη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λόγχη — spear head fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχῃ — λόγχη spear head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek
λόγχη — η 1. ατσαλένιο αιχμηρό έλασμα, σαν ξίφος, που στερεώνεται στην άκρη της κάννης στρατιωτικού τουφεκιού: Με τη λόγχη του σκότωσε πολλούς εχθρούς. 2. ιερό σκεύος της εκκλησίας: Ο άρτος για τη μετάληψη κόβεται με την αγία λόγχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογχῇ — λογχάζω fut ind mid 2nd sg (doric) λογχάζω fut ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχαι — λόγχη spear head fem nom/voc pl λόγχᾱͅ , λόγχη spear head fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχηι — λόγχῃ , λόγχη spear head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογχῶν — λόγχη spear head fem gen pl λογχάζω fut part act masc voc sg λογχάζω fut part act neut nom/voc/acc sg λογχάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχαιν — λόγχη spear head fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχαις — λόγχη spear head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχαισι — λόγχη spear head fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)