-
1 ἀγκύλος
ἀγκύλος, η, ον (ἄγκος, ἀγκών), gekrümmt, gebogen, bei Hom. vom Bogen, τόξα, Il. 5, 209 Od. 21, 264, ἅρμα Il. 6, 39; Pind. vom Adler, κρατὶ ἀγκύλῳ P. 1, 8; Ar. ἀγκύλαις χερσὶν ἁρπάζει, witzige Erkl. von ἀγκυλοχείλης, Eq. 204; ὄνυχες Plut. Gryll. 4; δρε-πάνη Ep. ad. 176 (VI, 21). – Uebertr. a) auf den Ausdruck: verwickelt, schwierig, ἀγκύλον ἠρόμην Luc. Hermot. 15; λόγοι Bisacc. 21 ( καὶ λαβυρίνϑοις ὅμοιοι); bei Dionys. H. lobend: abgerundet. – b) auf den Charakter, listig, Lyc. 344 λαμπουρίς, ähnl. βάσις 262.
См. также в других словарях:
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek