-
1 λυκόβρωτος
λυκό-βρωτος, vom Wolfe gefressen od. angebissen -
2 λυκόω
λυκόω, wie ein Wolf anfallen, zerreißen, τῶν προβάτων λελυκωμένα, vom Wolfe zerrissene Schaafe, Xen. Cyr. 8, 3, 16, vgl. λυκόβρωτος.
См. также в других словарях:
λυκόβρωτος — λυκόβρωτος, ον (AM) κατασπαραγμένος από λύκους, λυκοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. θηριό δρωτος, κυνόδρω τος] … Dictionary of Greek
λυκόβρωτος — eaten by wolves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκοβρώτου — λυκόβρωτος eaten by wolves masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκοβρώτων — λυκόβρωτος eaten by wolves masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκόβρωτα — λυκόβρωτος eaten by wolves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκόβρωτοι — λυκόβρωτος eaten by wolves masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek