-
1 κονια
эп.-ион. κονίη (ῐ, но ῑ в трехсложных формах и в арсисе последней стопы у Hom.) ἥ тж. pl.1) пыль, песок, прах(ὦρτο κ. ἐκ πεδίου Hom.; πεσεῖν ἐν κονίῃσι Hom., Hes.)
2) пепел, зола(καθέζετο ἐπ΄ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, sc. Ὀδυσσεύς Hom.)
3) щелок(κ. γίνεται ὕδατος εἰς τέφραν ἐμπεσόντος Plut.)
λοῦσαι ἄνευ κονίας Arph. — мыть без щелока, перен. без затруднений
См. также в других словарях:
λούσαι — λούσαῑ , λούω lǎvo aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοῦσαι — λόω lǎvo pres part act fem nom/voc pl (attic ionic) λούω lǎvo aor imperat mid 2nd sg λούω lǎvo aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοῦσ' — λοῦσα , λόω lǎvo pres part act fem nom/voc sg (attic ionic) λοῦσι , λόω lǎvo pres part act masc/neut dat pl (attic ionic) λοῦσι , λόω lǎvo pres ind act 3rd pl (attic ionic) λοῦσαι , λόω lǎvo pres part act fem nom/voc pl (attic ionic) λοῦσαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
Ασάμ — (Assam).Ομόσπονδο κράτος (78.523 τ. χλμ., 27.200.000 κάτ. το 2002) της Ινδίας, στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Ινδίας και συνορεύει ΒΔ με το Μπουτάν, Β με την Κίνα, Α με τη Μυανμάρ, Δ και Ν με το… … Dictionary of Greek
θρυλοῦσ' — θρῡλοῦσα , θρυλέω make a confused noise pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) θρῡλοῦσι , θρυλέω make a confused noise pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) θρῡλοῦσι , θρυλέω make a confused noise pres ind act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλοῦσαι — πῑλοῦσαι , πιλέω compress wool pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric) πιλόω contract pres part act fem nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσομιλοῦσαι — προσομιλέω hold intercourse with pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric) προσομῑλοῦσαι , προσομιλέω hold intercourse with pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλοῦσαι — ὁμῑλοῦσαι , ὁμιλέω to be in company with pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)