-
1 λοιμικός
λοιμικόςpestilential: masc nom sg -
2 λοιμικός
λοιμικός, ή, όν (s. λοιμός I; Hippocr. et al.; Lycophron, vs. 1205; IG XII/1, 1032, 7; SIG 731, 7 [I B.C.]; PMich 149, 5, 8; 10 [II A.D.]; Philo, Gig. 10) pestilential λ. καιρός a time of pestilence 1 Cl 55:1 (unless metaphor of sedition). -
3 λοιμικός
A pestilential, Hp.Ep.1, Plb.1.19.1, Ph.2.102, Longin.44.9, etc.; λ.περίστασις, διάθεσις, SIG731.7 (Tomi, i B. C.), IG12(1).1032.7 ([place name] Carpathus); λ. διήγησις about pestilence, Gal.17(2).168. Adv. -κῶς S.E.M.9.79
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοιμικός
-
4 λοιμικά
λοιμικόςpestilential: neut nom /voc /acc plλοιμικά̱, λοιμικόςpestilential: fem nom /voc /acc dualλοιμικά̱, λοιμικόςpestilential: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 λοιμικόν
λοιμικόςpestilential: masc acc sgλοιμικόςpestilential: neut nom /voc /acc sg -
6 λοιμικαί
λοιμικόςpestilential: fem nom /voc pl -
7 λοιμικοί
λοιμικόςpestilential: masc nom /voc pl -
8 λοιμική
λοιμικόςpestilential: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 λοιμικήν
λοιμικόςpestilential: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 λοιμικών
-
11 λοιμικῶν
-
12 λοιμική
-
13 λοιμικῇ
-
14 λοιμικής
-
15 λοιμικῆς
-
16 λοιμικαίς
-
17 λοιμικαῖς
-
18 λοιμικοίς
-
19 λοιμικοῖς
-
20 λοιμικού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λοιμικός — pestilential masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικός — ή, ό (AM λοιμικός, ή, όν) [λοιμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, λοιμώδης, μολυσματικός («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν εἶναι παρ αὐτοῑς κατάστασιν», Ιπποκρ.) νεοελλ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η λοιμική και το λοιμικό… … Dictionary of Greek
λοιμικά — λοιμικός pestilential neut nom/voc/acc pl λοιμικά̱ , λοιμικός pestilential fem nom/voc/acc dual λοιμικά̱ , λοιμικός pestilential fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικῶν — λοιμικός pestilential fem gen pl λοιμικός pestilential masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικόν — λοιμικός pestilential masc acc sg λοιμικός pestilential neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικαῖς — λοιμικός pestilential fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικαί — λοιμικός pestilential fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικοῖς — λοιμικός pestilential masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικοί — λοιμικός pestilential masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικοῦ — λοιμικός pestilential masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικῆς — λοιμικός pestilential fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)