-
21 беллетристика
-и θ.φιλολογία, λογοτεχνία. || πρόζα, πεζός λόγος, πεζογραφία. -
22 декадентство
-а ουδ. (ρεύμα στη λογοτεχνία και Τέχνη)βλ. декаданс. -
23 детский
επ.1. παιδικός•-ие болезни παιδικές αρρώστειες•
-ие игры παιδικά παιγνίδια•
-ая литература παιδική λογοτεχνία•
-ие шалости παιδικές αταξίες•
-ая энциклопедия παιδική εγκυκλοπαίδεια•
-ая смертность παιδική θνησιμότητα•
-ая психология η ψυχολογία του παιδιού.
2. παιδιακίστικος, παιδιά-τικος,παιδιάστικος, παιδαριώδης• μωρός•-ие рассуащния παιδιάστικοι συλλογισμοί•
детский почерк παιδικός χαρακτήρας γραφής.
εκφρ.городок – παιδούπολη•детский дом – παιδικό οικοτροφείο•- ие ясли – βρεφικός σταθμός, βρεφοκομείο•детский сад – βλ. детсад• время -ое ακόμα είναι νωρίς• νέος είσαι ακόμα, έχεις καιρό μπροστά σου•- ое место – (ανατ.) ο πλακούς, το ύστερον, ο κύτταρος, ακόλουθο της τεκούσης. -
24 житийный
επ.αγιογραφικός•-ая литература αγιογραφική λογοτεχνία.
-
25 изустный
επ.προφορικός, ο μεταδιδόμενος, από στόμα σε στόμα•-ое преддние η παράδοση•
-ая литература δημοτική λογοτεχνία (παροιμίες, αινίγματα κλπ.)
-
26 иранистика
-и θ.οι επιστήμες που μελετούν την ιρανική γλώσσα και πολιτισμό• η ιρανική λογοτεχνία. -
27 литераторство
-а ουδ.φιλολογία, λογοτεχνία (ως ειδικότητα). -
28 научно-популярный
επ.επιστημονικός-εκλαικευτικός•-ая литература επιστημονική-εκλαικευτική λογοτεχνία.
-
29 нелегальщина
-ы θ. παλ. παράνομη λογοτεχνία ή δράση. -
30 партийность
-и θ.1. κομματικότητα (ιδιότητα).2. κομματικός χαρακτήρας•партийность в литературе η κομματικότητα στη λογοτεχνία.
-
31 пустить
пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•пустить на волю αφήνω ελεύθερο•
он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.
2. επιτρέπω•я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•
пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.
|| βγάζω στη βοσκή•пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.
|| παλ. στέλλω επιστολή.3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•
пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.
|| αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•пустить в переработку επεξεργάζω•
пустить в продажу βγάζω για πούλημα•
пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•
пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.
|| με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•
все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).
4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•
пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•
пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.
5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•пустить слух διαδίδω φήμη•
пустить сплетню κουτσομπολεύω.
|| λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).6. βγάζω, (ανα)φύω•пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•
пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).
7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.εκφρ.пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•пустить в оборот – βάζω σε χρήση.1. ξεκινώ, εκκινώ•пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•
пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•
пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.
2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι. -
32 русский
-
33 сентиментальный
επ., βρ: -лен, -льна, -о1. συναισθηματικός, του συναισθηματισμού•-ое направление в литературе συναισθηματική κατεύθυνση στη λογοτεχνία.
2. ευαίσθητος•сентиментальный че-ловк συναισθηματικός άνθρωπος.
-
34 словесность
-и θ.1. παλ. τα γράμματα ή φιλολογία, λογοτεχνία•история -и ιστορία των γραμμάτων•
народная словесность η λαογραφία.
|| παλ. μάθημα διδακτικό (ιστορίας, χημείας, φυσικής κλπ.).2. ακαδημαΐκή συζήτηση, φιλολογία, κούφια λόγια, βερμπαλισμός.3. μαθήματα στρατιωτικών κανονισμών. -
35 стиль
-я α.1. το στυλ (Τέχνης ή λόγου), ύφος λόγου•романтический стиль в литературе ρω-μαντικό στυλ στη λογοτεχνία•
готический γοτθικό στυλ•
древнегреческий стиль в архитектуре αρχαιοελληνικό στυλ αρχιτεκτον ικής•
газетный стиль το στυλ εφημερίδων•
лаконический λακωνικό στυλ•
стиль фельетона στυλ επιφυλλίδας.
2. τρόπος συμπεριφοράς, ομιλίας, ενδυμασίας κλπ. стиль руководства στυλ καθοδήγησης•модный стиль μοντέρνο στυλ•
у каждого есть свой стиль ο καθένας έχει το δικό του στυλ.
3. το σύστημα μέτρησης του χρόνου•старый стиль το παλιό ημερολόγιο•
новый ή грегорианский стиль το νέο (γρηγοριανό) ημερολόγιο.
-
36 упадочнический
επ.της παρακμής•-ая литература λογοτεχνία παρακμής.
-
37 художественный
επ., βρ: -вен, -венна, -о.καλλιτεχνικός•-ая литература λογοτεχνία, φιλολογία•
-ое произведение καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό έργο•
-ые школы οι σχολές Καλώντεχνών•
художественный руководитель театра ο θιασάρχης•
-ое исполнение η καλλιτεχνική εκτέλεση•
-ая гимнастика καλλιτεχνική γυμναστική•
-ая выставка καλλιτεχνική έκθεση•
-ое мастерство καλλιτεχνική μαστοριά•
художественный образ καλλιτεχνικός τύπος ή μορφή•
художественный вкус καλλιτεχνικό γούστο•
-ое дарование καλλιτεχνικό προίκισμα.
εκφρ.- ая самодеятельность – καλλιτεχνική ερασιτεχνία. -
38 эллинист
-а α.1. ελλην ιστής, ειδικός στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία.2. ελληνολάτρης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… … Dictionary of Greek
λογοτεχνία — η 1. η τέχνη του έντεχνου λόγου: Μελετάει περισσότερο λογοτεχνία παρά ιστορία. 2. το σύνολο των λογοτεχνημάτων ενός λαού ή μιας εποχής: Ο Ντάντε θεωρείται πατέρας της ιταλικής λογοτεχνίας. – Η μεσαιωνική λογοτεχνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek
νεγρική λογοτεχνία — Mπορεί να μοιάζει αυθαίρετη και μεροληπτική διάκριση μια ξεχωριστή αναφορά στη λογοτεχνία των νέγρων των Hνωμένων Πολιτειών, αλλά η αλήθεια είναι ότι εξαιτίας της δουλείας και του ρατσισμού, οι νέγροι που ξεριζώθηκαν από την Aφρική και… … Dictionary of Greek
Κρητική λογοτεχνία — Βλ. λ. Κρήτη (Λογοτεχνία) … Dictionary of Greek
ποιμενική λογοτεχνία — Λογοτεχνική δημιουργία, που εμπνέεται από τον κόσμο των ποιμένων (βουκόλων) που παρουσιάζεται εξιδανικευμένος όσον αφορά στο περιβάλλον, τη ζωή και τα αισθήματα του. Κατά καιρούς εκφράστηκε με διάφορους τρόπους: στην ποίηση (το ειδύλλιο, η… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρινή Λογοτεχνία — Περιοδική έκδοση με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1947 53). Ιδρυτής της ήταν ο Ά. Αθανασόπουλος. Στις σελίδες της φιλοξενήθηκαν συνεργασίες αποδήμων και Αθηναίων λογοτεχνών … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek