Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

λογισμοῦ+ἀγωγή

  • 1 χρυσεος

        эп. χρύσειος, стяж. χρῡσοῦς, эол. χρύσιος 3, редко 2
        (ῡ, поэт. иногда ῠ)
        1) золотой, отделанный (блистающий, сияющий) золотом или позолоченный
        

    (δέπας, σκῆπτρον, θρόνος, δώματα Hom.; σάκος, αἰχμή Her.; τρίπους, φιάλα, δίφρος Pind.; κράνος Xen.; στέφανος Plat.; ἀναδέσμη Eur.)

        χρύσεια μέταλλα Thuc. — золотые рудники;
        Ἀλέξανδρος ὅ χ. Her. — золотое изваяние Александра;
        χρυσοῦν ἱστάναι τινά Luc.воздвигнуть кому-л. золотую статую

        2) перен. золотой, сияющий как золото, золотистый
        

    (νεφέλη, νέφος Hom.; σθένος ἀελίου Pind.; ἁμέρα Soph.)

        ἵπποω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. — златогривые кони;
        χρυσέη Ἀφροδίτη Hom.лучезарная или златокудрая Афродита;
        αὐτῆς χρυσοτέρη Κύπριδος Anth.лучезарнее самой Киприды

        3) перен. золотой, драгоценный, бесценный
        

    (ἐλαία, δάφνα Pind.; ἐλπίς, τιμή Soph.; λογισμοῦ ἀγωγή Plat.; βίος Luc.)

        χρύσειοι πάλαι - v. l. πάλιν - ἄνδρες Theocr.люди древнего золотого века

    Древнегреческо-русский словарь > χρυσεος

См. также в других словарях:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»