-
1 λογάδην
λογάδην, zusammengelesen, zusammengesucht; ἔρυμα ἦν παλαιὸν λίϑων λογάδην πεποιημένον Thuc. 4, 31, vgl. 6, 66; auch = auserwählt, auserlesen, wie man 4, 4 λογάδην φέροντες λίϑους erkl.; παρέπεμπον λ. ἱππεῖς Plut. Oth. 6. Vgl. D. Hal. C. V. p. 22.
-
2 λογάδην
λογάδην, zusammengelesen, zusammengesucht; auch = auserwählt, auserlesen -
3 κατα-λογάδην
κατα-λογάδην, gesprächsweis, prosaisch; ἐπαίνους κατ. συγγράφειν Plat. Conv. 177 b; τὰ κατ. γράμματα, im Ggstz von μετὰ μέτρου, Isocr. 2, 7, von τὰ ποιήματα, Plat. Lys. 204 d; τὰ κατ., im Ggstz von ἔμμετρα, Ath. XIV, 635 f; οἱ κ. ἴαμβοι X, 445 b; αἱ κατ. λέγουσαι – αἱ ποιήμασι χρώμεναι Plut. de Pyth. or. 7, neben δίχα μέτρου fort. Rom. 1, neben ἄνευ μέτρου Pyth. or. 19.
-
4 ἀνα-λογάδην
ἀνα-λογάδην, verhältnißmäßig, VLL.
-
5 ἐπί-λεκτος
-
6 ἀναλογάδην
-
7 καταλογάδην
κατα-λογάδην, gesprächsweis, prosaisch
См. также в других словарях:
λογάδην — picked indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογάδην — (Α λογάδην) επίρρ. κατ εκλογή, κατ επιλογή (α. «καὶ τὴν γυναῑκα παρέπεμπον αὐτῷ λογάδην ἱππεῑς ὀχουμένην ἵππῳ κεκοσμημένην ἐπιφανῶς», Πλούτ. θ. «εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… … Dictionary of Greek
σύγγραμμα — το, ΝΜΑ [συγγράφω] πνευματικό έργο σε γραπτό πεζό λόγο (α. «εξέδωσε ένα σημαντικό επιστημονικό σύγγραμμα» β. «Πρόδικος δὲ ὁ σοφὸς ἐν τῷ συγγράματι τῷ περὶ Ἡρακλέους», Ηρόδ.) νεοελλ. βιβλίο («κάθε φοιτητής δικαιούται δωρεάν ένα μόνον σύγγραμμα»)… … Dictionary of Greek