-
1 πολύλ-λιστος
πολύλ-λιστος, viel angefleht, sehr gebeten; Od. 5, 445; auch νηός, ein Tempel, in welchem die Gottheit viel angerufen wird, H. h. Apoll. 347 Cer. 28; – übh. erfleht, erwünscht, Sp., die es auch dreier Endgn brauchen, Orph. H. 34, 2. – Adv., Schol. Od. 5, 445.
-
2 τρίλ-λιστος
τρίλ-λιστος, p. statt τρίλιστος, dreimal, d. i. oft, sehnlich erfleht; Il. 8, 488; Maced. 5 (V, 271).
-
3 μεγά-λιστος
μεγά-λιστος, sehr flehend, conj. Herm. in Aesch. Eum. 44 für μέγιστος.
-
4 μεγάλιστος
-
5 πολύλλιστος
πολύλ-λιστος, viel angefleht, sehr gebeten; νηός, ein Tempel, in welchem die Gottheit viel angerufen wird; übh. erfleht, erwünscht, die es auch dreier Endgn brauchen -
6 τρίλλιστος
τρίλ-λιστος, dreimal, = oft, sehnlich erfleht
См. также в других словарях:
λιστός — λιστός, ή, όν (Α) [λίσσομαι] αυτός που συγκινείται από τις ικεσίες … Dictionary of Greek
λιστοί — λιστός to be moved by prayer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίσσομαι — (Α) παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ. β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ. γ. «ταῡτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < *λιτ yο μαι (πρβλ … Dictionary of Greek
πολύλλιστος — και πολύλιστος και πολύλλιτος, ον, Α 1. αυτός τον οποίο ικετεύουν πολύ, στον οποίο γίνονται πολλές ικεσίες (α. «πολύλλιστον δὲ σ ἱκάνω», Ομ. Οδ. β. «πολύλλιστος βωμός», Βακχ.) 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που κάνει πολλές ικεσίες. επίρρ...… … Dictionary of Greek