Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λιον

  • 1 άλιον

    ἄ̱λιον, ἀλέω
    grind: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἄ̱λιον, ἀλέω
    grind: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἀλέω
    grind: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀλέω
    grind: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ——————
    ἅ̱λιον, ἅλιος 1
    of the sea: masc acc sg
    ἅ̱λιον, ἅλιος 1
    of the sea: neut nom /voc /acc sg
    ἅ̱λιον, ἅλιος 1
    of the sea: masc /fem acc sg
    ἅ̱λιον, ἅλιος 1
    of the sea: neut nom /voc /acc sg
    ἅλιος 2
    fruitless: masc acc sg
    ἅλιος 2
    fruitless: neut nom /voc /acc sg
    ἅ̱λιον, ἥλιος
    sun: masc acc sg (doric)

    Morphologia Graeca > άλιον

  • 2 θάλιον

    θά̱λιον, θαλέω
    imperf ind act 3rd pl (doric)
    θά̱λιον, θαλέω
    imperf ind act 1st sg (doric)
    θά̱λιον, θηλέω
    to be full of: imperf ind act 3rd pl (doric)
    θά̱λιον, θηλέω
    to be full of: imperf ind act 1st sg (doric)

    Morphologia Graeca > θάλιον

  • 3 πιλίον

    πῑλίον, πιλέω
    compress wool: pres part act masc voc sg (doric)
    πῑλίον, πιλέω
    compress wool: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric)
    πῑλίον, πιλίον
    bandage: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > πιλίον

  • 4 Δάλιον

    Δά̱λιον, Δήλιος
    Delian: masc acc sg (doric)
    Δά̱λιον, Δήλιος
    Delian: neut nom /voc /acc sg (doric)

    Morphologia Graeca > Δάλιον

  • 5 ανάλιον

    ἀνάλιος
    masc /fem acc sg
    ἀνάλιος
    neut nom /voc /acc sg
    ἀνά̱λιον, ἀνήλιος
    without sun: masc /fem acc sg (doric)
    ἀνά̱λιον, ἀνήλιος
    without sun: neut nom /voc /acc sg (doric)

    Morphologia Graeca > ανάλιον

  • 6 ἀνάλιον

    ἀνάλιος
    masc /fem acc sg
    ἀνάλιος
    neut nom /voc /acc sg
    ἀνά̱λιον, ἀνήλιος
    without sun: masc /fem acc sg (doric)
    ἀνά̱λιον, ἀνήλιος
    without sun: neut nom /voc /acc sg (doric)

    Morphologia Graeca > ἀνάλιον

  • 7 αποφύλιον

    ἀποφύ̱λιον, ἀποφύλιος
    having no tribe: masc /fem acc sg
    ἀποφύ̱λιον, ἀποφύλιος
    having no tribe: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > αποφύλιον

  • 8 ἀποφύλιον

    ἀποφύ̱λιον, ἀποφύλιος
    having no tribe: masc /fem acc sg
    ἀποφύ̱λιον, ἀποφύλιος
    having no tribe: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > ἀποφύλιον

  • 9 απάλιον

    ἀπά̱λιον, ἀπό-ἀλέω
    grind: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀπά̱λιον, ἀπό-ἀλέω
    grind: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἀπό-ἀλέω
    grind: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀπό-ἀλέω
    grind: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > απάλιον

  • 10 ἀπάλιον

    ἀπά̱λιον, ἀπό-ἀλέω
    grind: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀπά̱λιον, ἀπό-ἀλέω
    grind: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἀπό-ἀλέω
    grind: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀπό-ἀλέω
    grind: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀπάλιον

  • 11 διάλιον

    διά̱λιον, διά-ἀλέω
    grind: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    διά̱λιον, διά-ἀλέω
    grind: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    διά-ἀλέω
    grind: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    διά-ἀλέω
    grind: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > διάλιον

  • 12 δυσάλιον

    δυσά̱λιον, δυσήλιος
    ill-sunned: masc /fem acc sg (doric)
    δυσά̱λιον, δυσήλιος
    ill-sunned: neut nom /voc /acc sg (doric)

    Morphologia Graeca > δυσάλιον

  • 13 ευάλιον

    εὐά̱λιον, εὐήλιος
    sunny: masc /fem acc sg (doric)
    εὐά̱λιον, εὐήλιος
    sunny: neut nom /voc /acc sg (doric)

    Morphologia Graeca > ευάλιον

  • 14 εὐάλιον

    εὐά̱λιον, εὐήλιος
    sunny: masc /fem acc sg (doric)
    εὐά̱λιον, εὐήλιος
    sunny: neut nom /voc /acc sg (doric)

    Morphologia Graeca > εὐάλιον

  • 15 πίλιον

    πί̱λιον, πιλέω
    compress wool: imperf ind act 3rd pl (doric)
    πί̱λιον, πιλέω
    compress wool: imperf ind act 1st sg (doric)

    Morphologia Graeca > πίλιον

  • 16 Ίλιον

    Ἴλιον
    Ilium: neut nom /voc /acc sg
    Ἴ̱λιον, Ἴλιος
    Ilium: fem acc sg
    Ἴλιος
    Ilium: masc acc sg
    Ἴλιος
    Ilium: neut nom /voc /acc sg
    Ἴλιος
    Ilium: masc /fem acc sg
    Ἴλιος
    Ilium: neut nom /voc /acc sg
    Ἴλιος
    Ilium: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > Ίλιον

  • 17 Ἴλιον

    Ἴλιον
    Ilium: neut nom /voc /acc sg
    Ἴ̱λιον, Ἴλιος
    Ilium: fem acc sg
    Ἴλιος
    Ilium: masc acc sg
    Ἴλιος
    Ilium: neut nom /voc /acc sg
    Ἴλιος
    Ilium: masc /fem acc sg
    Ἴλιος
    Ilium: neut nom /voc /acc sg
    Ἴλιος
    Ilium: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > Ἴλιον

  • 18 δαλίον

    δαλίον
    neut nom /voc /acc sg
    δᾱλίον, δαλός
    fire-brand: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > δαλίον

  • 19 περιστύλιον

    περιστύ̱λιον, περίστυλος
    surrounded with a colonnade: neut nom /voc /acc sg
    περιστύλιον
    neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > περιστύλιον

  • 20 σμιλίον

    σμῑλίον, σμιλίον
    scalpel: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > σμιλίον

См. также в других словарях:

  • Λιόν — (Lyon). Πόλη (453.187 κάτ. το 1998) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ροδανού. Βρίσκεται σε μια λοφώδη περιοχή, στις ανατολικές παρυφές του Κεντρικού Ορεινού Όγκου, στη συμβολή των ποταμών Σον και Ροδανού. Οι δύο αυτοί ποταμοί την …   Dictionary of Greek

  • Λιόν, Ζακ Λουί — (Jacques Louis Lions, Γκρας 1928 – Παρίσι 2001). Γάλλος μαθηματικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σε ηλικία 15 ετών (1943) έλαβε μέρος στην Αντίσταση της χώρας του κατά των Γερμανών. Μετά την απελευθέρωση σπούδασε μαθηματικά στην École… …   Dictionary of Greek

  • Λίντερμαν, Λίον Μαξ — (Leon Max Lederman, Νέα Υόρκη 1922 –). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Παρακολούθησε το τμήμα χημείας στο Κολέγιο Σίτι της Νέας Υόρκης και απέκτησε διδακτορικό τίτλο το 1951 από το πανεπιστήμιο Κολούμπια, στην ίδια πόλη. Το 1948 εντάχθηκε …   Dictionary of Greek

  • Ζουό, Λιόν — (Léon Jouhaux, 1879 – 1954). Γάλλος συνδικαλιστής ηγέτης. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο γαλλικό και παγκόσμιο συνδικαλιστικό κίνημα, κατά το α’ μισό του 20ού αι. Βιομηχανικός εργάτης, ενδιαφέρθηκε από νεαρή ηλικία για το σοσιαλιστικό εργατικό… …   Dictionary of Greek

  • Κούπερ, Λίον — (Leon Cooper, Νέα Υόρκη 1930 –). Αμερικανός φυσικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, από το οποίο έλαβε το πτυχίο του το 1951, μεταπτυχιακό τίτλο το 1953 και διδακτορικό τίτλο το 1954. Το ίδιο έτος έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Σαιν - Ζυστ, Λουί - Αντουάν - Λιον — (Saint Just). Γάλλος επαναστάτης (Ντεσίζ, Νιβερνέζ 1767 Παρίσι 1794). Μέλος της Συμβατικής Συνέλευσης (1792), αντιτάχτηκε στο φεντεραλισμό των Γιρονδίνων και μπήκε στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας (1793), όπου ήταν οπαδός και στενός φίλος του… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ροδανός — I (Rhτne γαλλικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που εκβάλλει στον Κόλπο του Λέοντα (Μεσόγειος θάλασσα). Με τον ρου του (812 χλμ.) διασχίζει τη νότια Ελβετία και τη νοτιοανατολική Γαλλία και έχει λεκάνη απορροής 99.000 χλμ., από τα οποία 90.000… …   Dictionary of Greek

  • ἅλιον — ἅ̱λιον , ἅλιος 1 of the sea masc acc sg ἅ̱λιον , ἅλιος 1 of the sea neut nom/voc/acc sg ἅ̱λιον , ἅλιος 1 of the sea masc/fem acc sg ἅ̱λιον , ἅλιος 1 of the sea neut nom/voc/acc sg ἅλιος 2 fruitless masc acc sg ἅλιος 2 fruitless neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλιον — θά̱λιον , θαλέω imperf ind act 3rd pl (doric) θά̱λιον , θαλέω imperf ind act 1st sg (doric) θά̱λιον , θηλέω to be full of imperf ind act 3rd pl (doric) θά̱λιον , θηλέω to be full of imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»