-
1 λινοκαλαμίς
A = λίνον (i. e. λινόσπερμον), Ps.-Dsc. 2.103.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινοκαλαμίς
См. также в других словарях:
λινοκαλαμίς — λινοκαλαμίς, ίδος, ἡ (Α) το φυτό λίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + καλαμίς (< κάλαμος)] … Dictionary of Greek