-
1 λιμενοσκοπος
См. также в других словарях:
μαγδωλοφύλαξ — μαγδωλοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) πάπ. σκοπός, φρουρός σε στρατιωτικό φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγδωλος «φυλάκιο» + φύλαξ (πρβλ. δασο φύλαξ, λιμενο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
1 λιμενοσκοπος
μαγδωλοφύλαξ — μαγδωλοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) πάπ. σκοπός, φρουρός σε στρατιωτικό φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγδωλος «φυλάκιο» + φύλαξ (πρβλ. δασο φύλαξ, λιμενο φύλαξ)] … Dictionary of Greek