1 λιμβρός
λιμβρός, VLL. erkl. σκοτεινός. Vgl. λιβρός.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > λιμβρός
λιμβρός — λιμβρός, ά, όν (Α) λιβρός,* μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λιβρός*] … Dictionary of Greek
λιμβρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)