-
121 τορνευτός
A turned on a lathe,ποτήρια Men.977
, cf. PLond.2.402v.31 (ii B. C.), Sch.Od. 1.440: written [full] τορυνευτός, Arch.Pap.1.64 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τορνευτός
-
122 τριακονταμναῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακονταμναῖος
-
123 φελλάτας
A stone, of which statues were made, Polem.Hist. l.c., Hsch.; also [full] φελλεάτας, called [dialect] Dor. and expld. by κισσηρώδεις λίθοι in Sch.Ar.Nu.71 ([full] φελλέτας, Suid.); prob. the same as pilates and pelastes cited (acc. to codd.) fr. Cato by Fest.p.268L. (Cf. sq.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φελλάτας
-
124 φυκιώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυκιώδης
-
125 χάλαζα
A hail (cf. Pl.Ti. 59e, Arist.Mu. 394b1),ὄμβρον.. ἠὲ χάλαζαν ἢ νιφετόν Il.10.6
, cf. 15.170, Apoc.8.7, etc.: pl., X. Oec.5.18, Pl.Smp. 188b, R. 397a;χ. στρογγύλαι
hailstones,Ar.
Nu. 1127(troch.);ἀπὸ τῶν χαλαζῶν.. ἄπαγε σεαυτόν Id.Ra. 852
: metaph., any pelting shower,ὀμβρία χ. S.OC 1503
;χ. αἵματος Pi.I.7(6).27
.II any small knot like a hailstone,2 small cyst, such as grows on the eyelid, Gal. 19.437, Poll.4.198, etc. -
126 χειροπληθής
χειρο-πληθής, ές,A filling the hand, as large as can be held in the hand,λίθοι X.An.3.3.17
;κορύνη Theoc. 25.63
;ἀγκάλισμα Luc.Am.14
;χ. μέγεθος
handful,Thphr.
HP4.2.7; soχ. δέσμη Dsc.1.8
, etc.; neut.,ἀλφίτων χειροπληθές Gp.14.17.2
. Adv. - θῶς by handfuls, Sch.Luc.Tim.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροπληθής
-
127 χιαστός
A arranged diagonally,λίθοι Ph.Bel.94.45
; of a noose (in form [full] χιεστός) Heraclas ap. Orib. 48.3 tit.; of a bandage, Sor.Fasc.7 (in form [full] χιεστός), Gal.18(1).819. Adv. - τῶς of an incision, PSI10.1180.47 (ii A. D.).II esp. in Rhet. (cf. χιάζω) , χ. περίοδος Sch.Isoc.6.42, cf. Sch.Il.16.564, Porph. in Cat. 78.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιαστός
-
128 ἀκόλλητος
ἀκόλλ-ητος, ον,A not cemented or glued, ([place name] Dclos); not adhering,δέρμα σώμασι Gal.11.125
; not united, healed up, of wounds, Id.18(2).802.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκόλλητος
См. также в других словарях:
Λίθοι βοήσουσι. — λίθοι βοήσουσι. См. Камение возопиет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek
λιθοῖ — λιθάω pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) λιθόομαι pres ind mp 2nd sg λιθόομαι pres opt act 3rd sg λιθόομαι pres ind act 3rd sg λιθόω to be petrified pres ind mp 2nd sg λιθόω to be petrified pres opt act 3rd sg λιθόω to be petrified pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθοι — λίθος stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπολύτιμοι λίθοι — Βλ. λ.λίθοι πολύτιμοι … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
μορένες ή λιθώνες — Υλικά πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν από τους παγετώνες και δημιούργησαν τα μορενικά ή λιθωνικά αποθέματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα μορενικά υλικά (ετερογενή ως προς τις διαστάσεις και τη λιθολογική τους σύσταση) προέρχονται… … Dictionary of Greek
λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek
LAPIS — I. LAPIS Cretensium Rex. II. LAPIS Iuppiter dictus est, secundum Festum, a lapide silice, quem in sanciendis foederibus tenentes, sic iurabant: Si sciens fallam, ita me Diespiter, salvâ urbe arceque bonis eicitat, ut ego hunc lapidem. Vel a… … Hofmann J. Lexicon universale