-
1 λιγύ
λιγύςclear: masc voc sgλιγύςclear: neut nom /voc /acc sg -
2 λιγυηχής
A clear-sounding,κιθάρη AP9.308
([place name] Bianor);Μοῦσαι Ath.Mitt.27.339
; dub. in B.Scol.Oxy.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγυηχής
-
3 λιγύπνοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγύπνοος
-
4 Λίγυς
Λίγῡς, Λίγυςbastard lovage: fem acc plΛίγυςbastard lovage: fem nom sg -
5 λιγύθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγύθροος
-
6 λιγυκλαγγής
λῐγῠ-κλαγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγυκλαγγής
-
7 λιγύκορτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγύκορτος
-
8 λιγύκροτος
λῐγῠ-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγύκροτος
-
9 λιγυμακρόφωνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγυμακρόφωνος
-
10 λιγύμολπος
λῐγῠ-μολπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγύμολπος
-
11 λιγύμυθος
λῐγῠ-μῡθος, ον,A clearspeaking, AP7.343.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγύμυθος
-
12 λιγύπνοιος
λῐγῠ-πνοιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγύπνοιος
-
13 λιγυπτέρυγος
λῐγῠ-πτέρῠγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγυπτέρυγος
-
14 λιγυσφάραγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγυσφάραγος
-
15 λιγύφθογγος
λῐγύ-φθογγος, ον,A clear-voiced, in Hom. always epith. of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.;αὐλίσκοι Thgn.241
; ;ὄρνιθες B.5.23
; μέλισσα (of a poet) Id.9.10;αὐδή Opp.H.5.620
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγύφθογγος
-
16 λιγυφωνέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγυφωνέω
-
17 λιγύφωνος
λῐγύ-φωνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγύφωνος
-
18 λιγυπνείων
λιγυ-πνείων, οντος: loudly blowing, whistling, Od. 4.567†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λιγυπνείων
-
19 λιγύφθογγος
λιγύ-φθογγος: loud-voiced, clearvoiced.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λιγύφθογγος
-
20 λιγύφωνος
λιγύ-φωνος: with loud, clear note, of a falcon, Il. 19.350†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λιγύφωνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λιγύ — λιγύς clear masc voc sg λιγύς clear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίγυς — Λίγῡς , Λίγυς bastard lovage fem acc pl Λίγυς bastard lovage fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγύς — εία, ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.) 2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης … Dictionary of Greek
καλλιστόκροτος — καλλιστόκροτος, ον (Μ) αυτός που ηχεί κάλλιστα, αυτός που βγάζει ευχάριστο κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιστος + κρότος (< κρότος), πρβλ. λιγύ κροτος, υψί κροτος] … Dictionary of Greek
οξύμολπος — ὀξύμολπος, ον (Α) αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μολπος (< μέλπω, ομαι «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύ μολπος] … Dictionary of Greek
πολύκροτος — η, ο / πολύκροτος, ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό 2. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, περιβόητος, διαβόητος (α. «πολύκροτη δίκη» β. «πολύκροτο σκάνδαλο») 3. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
πολύμολπος — ον, Α πολυμελπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μολπος (< μέλπω «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύ μολπος] … Dictionary of Greek
υγρόφθογγος — ον, Α (για λαγήνι με στενό λαιμό) αυτός που παράγει ήχο κατά τη ροή τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ φθογγος, λιγύ φθογγος] … Dictionary of Greek