Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λιγότερο

  • 21 менее

    [μιένιειε] εκίρ. λιγότερο, μικρότερα

    Русско-греческий новый словарь > менее

  • 22 меньше

    [μιέν'συ] εκίρ. λιγότερο, μικρότερα

    Русско-греческий новый словарь > меньше

  • 23 менее

    [μιένιειε] επίρ λιγότερο, μικρότερα

    Русско-эллинский словарь > менее

  • 24 меньше

    [μιέν'συ] επίρ λιγότερο, μικρότερα

    Русско-эллинский словарь > меньше

  • 25 более

    1. βλ. больше.
    2. πιο, περισσότερο•

    -спокойный πιο -ήσυχος•

    более смелый πιο τολμηρός.

    εκφρ.
    более или менее – περισσότερο ή λιγότερο, λίγο-πολύ•
    не более (и) не менее, как... ή ни более (и) ни менее как... – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς -έστατα•
    более того – εκτός απ’ αυτό, εκτόί τούτου•
    тем более – ακόμα περισσότερο•
    более чем – περισσότερο απ’ ότι.

    Большой русско-греческий словарь > более

  • 26 вдвое

    επίρ.
    δυο φορές, δις•

    вдвое больше δυο φορές περισσότερο•

    вдвое меньше δυο φορές λιγότερο.

    || στα δυο, διπλά•

    сложить листок бумаги вдвое διπλώνω το φύλλο χαρτιού στα δυο.

    Большой русско-греческий словарь > вдвое

  • 27 впятеро

    επίρ.
    πέντε φορές, πεντάκις•

    платить впятеро дешевле πληρώνω πέντε φορές φτηνότερα•

    впятеро больше, меньше πέντε φορές περισσότερο, λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > впятеро

  • 28 крайний

    επ.
    1. ακρινός, άκρος, ακραίος•τελευταίος• ουραίος•

    -яя правая партия κόμμα της άκρας δεξιάς•

    -яя цена τελευταία τιμή•

    крайний срок τελευταία προθεσμία•

    крайний север ο άκρος Βοράς.

    2. έκτακτος, εξαιρετικός, έσχατος, απόλυτος•

    -ые меры έκτακτα μέτρα•

    в -ем случае σε εξαιρετική περίπτωση, σε απόλυτη ανάγκη•

    по -ей мере τουλάχιστο, το λιγότερο•

    -яя необходимость επιταχτική ανάγκη•

    - яя плоть (ανατ.) ακροβυστία, ακροποσθία.

    Большой русско-греческий словарь > крайний

  • 29 малый

    επ., βρ: мал, мала, мало; меньше, меньший, малейший.
    1. βλ. маленький (1 σημ.)• -ые дети μικρά παιδιά•

    -ая медведица η μικρή Αρκτος.

    || λίγος, ολιγάριθμος. || ασήμαντος, αδύνατος, ανίσχυρος•

    великий зверь на -ие дела ο αϊτός δεν τρώει μύγες.

    || άσημος, απλός, αφανής•

    мы люди -ые εμείς είμαστε μικροί άνθρωποι.

    || στενός•

    -ые сапоги μικρές μπότες.

    ουσ. το λίγο•

    довольствоваться -ым αρκούμαι και στα λίγα.

    2. ανήλικος.
    εκφρ.
    с -ых лет – από τα μικρά χρόνια, από μικρός•
    самое -ое – το λιγότερο, το ελάχιστο•
    без -ого – σχεδόν, περίπου, παρά λίγο•
    малый -а меньше – (για τέκνα) το ένα κοντά το άλλο ή μικρότερο από το άλλο•
    малый ход – (για πλοίο) κομμένη (μειωμένη) ταχύτητα•
    - ая скорость – μικρή ταχύτητα (φορτηγών τραίνων).
    επ.
    1. (απλ.) νέος, νεανίας, έφηβος.
    2. μαζί με προσδιορισμό σημαίνει φορέα προτερημάτων: славный малый παλικαράκι•

    умный ξεφτεράκι.

    3. υπηρέτης, λακες, τσιράκι.

    Большой русско-греческий словарь > малый

  • 30 меньший

    επ.
    1. συγκρ. β.
    επ. малый κ. маленький μικρότερος• λιγότερος•

    -ая часть μικρότερη μερίδα•

    из двух зол выбрать -ее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτοστον.

    2. υπερθ. β. ο πιο λίγος, ο λιγότερος, ο ελάχιστος.
    3. ο μικρότερος στην οικογένεια•

    меньший сын το μικρότερο παιδί (διγόνι)•

    меньший брат ο μικρότερος αδερφός•

    -ая сестра μικρότερη αδερφή•

    -ая дочь η μικρότερη θυγατέρα (διγόνα).

    εκφρ.
    по -ей мере – τουλάχιστο• εν πάση περιπτώσει•
    самое -ее – το πιο λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > меньший

  • 31 можно

    (απρόσ. με σημ. κατηγ.).
    είναι δυνατό, μπορεί, δύναται, είναι μπορετό•

    это можно делать в два дня αυτό μπορεί να γίνει σε δυο μέρες•

    если можно αν είναι δυνατόν•

    как -скорее όσο το δυνατόν γρηγορότερα•

    как можно раньше όσο το δυνατόν νωρίτερα•

    как можно больше, меньше όσο το δυνατόν περισσότερο, λιγότερο•

    как (это) -; разве можно πως είναι δυνατό να γίνει (αυτό)• άραγε μπορεί να γίνει (αυτό;), ζ επιτρέπεται•

    здесь можно курить? εδώ επιτρέπεται το κάπνισμα; можно (зайти)? μπορώ να μπω; επιτρέπεται η είσοδος;

    Большой русско-греческий словарь > можно

  • 32 наш

    -а, -е.
    1. κτητ. αντων. δικός μας, -ή μας, -ό μας•

    наш отец ο πατέρας μας•

    -а Родина η πατρίδα μας•

    -е село το χωριό μας•

    -и войска τα στρατεύματα μας.

    2. ως ουσ. το δικό μας•

    -его не отдадим никому το δικό μας δεν το δίνομε σε κανένα.

    || από μας•

    вы знаете меньше нишего εσείς ξέρετε λιγότερο από μας ή απ ό,τι εμείς.

    3. πλθ. ως ουσ. -и οι δικοί μας (συγγενείς, σύντροφοι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    - е дело – δική μας δουλειά (υπόθεση)•
    не -е дело – δεν είναι δική μας δουλειά, δε μας αφορά•
    по -ему – κατ εμάς, κατά τη γνώμη μας•
    -е вам! – (απλ.) σας χαιρετούμε! γεια σας!
    α. άκλ. παλαιά ονομασία.• του γράμματος «Н».

    Большой русско-греческий словарь > наш

  • 33 недодать

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. στη λ. дать)• δε δίνω πλήρως, δίνω λειψά, λιγότερο του δέοντος•

    он -ал мне два рубля αυτός μου κράτησε δυο ρούβλια.

    Большой русско-греческий словарь > недодать

  • 34 недолив

    α.
    1. ελλειπής πλήρωση με υγρό.
    2. εκκένωση υγρού λιγότερο του δέοντος.
    3. ελλειπής χύση μέταλλου στο καλούπι.

    Большой русско-греческий словарь > недолив

  • 35 недополучать

    ρ.δ.
    βλ. недополучить.
    πληρώνομαι λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > недополучать

  • 36 недоработать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недоработанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. εργάζομαι λιγότερο του κανονικού.
    2. δεν αποτελειώνω, - αποπερατώνω, - επεξεργάζομαι πλήρως, μισοτελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > недоработать

  • 37 недоспать

    -плю, -пишь, παρλθ. χρ. недоспал
    -ла, -ло
    ρ.σ. κοιμούμαι λιγότερο του κανονικού δε χορταίνω τον ύπνο.

    Большой русско-греческий словарь > недоспать

  • 38 немного

    επίρ.
    λίγο•

    голова немного болит το κεφάλι λίγο πονά•

    выпить немного воды πίνω λίγο νερό•

    немного людей λίγος κόσμος•

    у него немного денег αυτός έχει λίγα χρήματα•

    ему немного нужно αυτού λίγο του χρειάζεται•

    немного спустя λίγο μετά•

    совсем немного εντελώς λίγο•

    немного меньше, немного больше не мешает λίγο λιγότερο, λίγο περισσότερο δε βλάπτει.

    Большой русско-греческий словарь > немного

  • 39 ослабеть

    ρ.σ.
    1. εξασθενώ, αδυνατίζω, ατονώ•

    дочь не кушает, она совсем -ла η κόρη δεν τρώγει, αυτή τελείως (πάρα πολύ) αδυνάτισε•

    моя память -ла η μνήμη μου εξασθένησε.

    2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω•

    ветер -л ο άνεμος αδυνάτισε (ξέπεσε).

    || γίνομαι λιγότερο αυστηρός, -σκληρός, -δριμύς.
    3. ξεσφίγγω, -ομαι, χαλαρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ослабеть

  • 40 укоротить

    -рочу, -ротишь κ. παλ. укоротитьротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укороченный, βρ:
    чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βραχύνω, κοντεύω• μικραίνω•

    укоротить рукава κοντεύω τα μανίκια•

    укоротить свои шаги μικραίνω τα βήματα μου.

    2. (για χρόνο)• συντομεύω, συντέμνω, κόβω•

    укоротить срок συντομεύωτην προθεσμία•

    укоротить растояние συντομεύω την απόσταση.

    3. μτφ. χαλιναγωγώ, σφίγγω τα λουριά, περιορίζω• κάνω ευπειθή.
    εκφρ.
    укоротить хвост кому – (απλ.) βλ. 3 σημ. укоротить язык кому (απλ.) υποχρεώνω κάποιον να μιλά λιγότερο ή να μή αυθαδιάζει.
    1. βραχύνομαι, κοντεύομαι, μικραίνω.
    2. συντομεύομαι, συντέμνομαι.
    3. μτφ. χαλιναγωγούμαι, περιορίζομαι• γίνομαι ευπειθής.

    Большой русско-греческий словарь > укоротить

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»