Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λιγότερο

  • 1 меньше

    меньше 1. (сравн. ст. от маленький) μικρότερος* этот стадион \меньше αυτό το στάδιο είναι μικρότερο 2. (сравн. ст. от мало) λιγότερο· μικρότερο (по размеру)' здесь \меньше народу εδώ έχει λιγότερο κόσμο· как можно \меньше όσο το δυνατό λιγότερο
    * * *
    1. сравн. ст. от маленький

    э́тот стадио́н ме́ньше — αυτό το στάδιο είναι μικρότερο

    2. сравн. ст. от мало
    λιγότερο; μικρότερο ( по размеру)

    здесь ме́ньше наро́ду — εδώ έχει λιγότερο κόσμο

    как мо́жно ме́ньше — όσο το δυνατό λιγότερο

    Русско-греческий словарь > меньше

  • 2 наименее

    επίρ.
    λιγότερο, πιο λίγο•

    это мне наименее нравится αυτό μου αρέσει λιγότερο•

    наименее удачный способ ο λιγότερο τελεσφόρος τρόπος•

    наименее выгодно λιγότερο επικερδής.

    || μαζί με επ. σχηματίζει υπερθετικό βαθμό ο λιγότερο, ο ελάχιστα•

    наименее способный ученик ο λιγότερο ικανός μαθητής (ο πιο ανίκανος).

    Большой русско-греческий словарь > наименее

  • 3 менее

    1. παλ. συγκρ. β. του επ. малый κ. маленький, μικρότερος• λιγότερος.
    2. συγκρ. β. του επίρ. мало μικρότερο, λιγότερο•

    нас было не менее ста человек εμείς ήμασταν όχι λιγότερο από εκατό άτομα.

    εκφρ.
    менее всего – τελείως, εντελώς (για άρνηση)•
    тем не менее – εν τούτοις, και όμως, μολαταύτα, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά•
    менее как ή менее чем – λιγότερο απο•
    менее чем неделя – λιγότερο από μια βδομάδα•
    менее чем вы – λιγότερο από σας.

    Большой русско-греческий словарь > менее

  • 4 меньше

    1. συγκρ. β. του επ. милый κ. маленький μικρότερος•

    меньше всех μικρότερος όλων.

    2. συγκρ. β. του επίρ. мало λιγότερο•

    гораздо меньше πολύ λιγότερο•

    меньше всего το λιγότερο•

    ни больше ни меньше ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω•

    как можно меньше όσο το δυνατό λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > меньше

  • 5 недодержать

    -ержу, -ржишь, παθ. μτχ. παρλθ., χρ. недодержанный, βρ: -жан, -а, -о; ρ.σ.μ. κρατώ λιγότερο του δέοντος•

    недодержать термометр κρατώ το θερμόμετρο) λιγότερο του κανονικού•

    недодержать негатив в проявителе κρατώ το αρνητικό φιλμ στον εμφανιστή λιγότερο του κανονικού.

    Большой русско-греческий словарь > недодержать

  • 6 вдвое

    вдвое διπλά, διπλάσια" \вдвое больше (меньше) δυο φορές περισσότερο (λιγότερο, μικρότερο) \вдвое увеличить διπλασιάζω сгибать \вдвое διπλώνω
    * * *
    διπλά, διπλάσια

    вдво́е бо́льше (ме́ньше) — δυο φορές περισσότερο (λιγότερο, μικρότερο)

    вдво́е увели́чить — διπλασιάζω

    сгиба́ть вдво́е — διπλώνω

    Русско-греческий словарь > вдвое

  • 7 втрое

    втрое τριπλά, τριπλάσια; \втроебольше (меньше ) τρεις φορές περισσότερο (λιγότερο)
    * * *
    τριπλά, τριπλάσια

    втро́е бо́льше (ме́ньше) — τρεις φορές περισσότερο (λιγότερο)

    Русско-греческий словарь > втрое

  • 8 менее

    менее λιγότερο, λιγότερα; не \менее двух часов τουλάχιστο δύο ώρες* всё \менее и \менее όλο και πιο λίγο ◇ тем не \менее και όμως, παρ' όλα αυτά
    * * *
    λιγότερο, λιγότερα

    не ме́нее двух часо́в — τουλάχιστο δύο ώρες·

    всё ме́нее и ме́нее — όλο και πιο λίγο

    ••

    тем не ме́нее — και όμως, παρόλα αυτά

    Русско-греческий словарь > менее

  • 9 наименее

    наименее το πιο λιγότερο' \наименее удачный о πιο ανεπιτυχής
    * * *
    το πιο λιγότερο

    наиме́нее уда́чный — ο πιο ανεπιτυχής

    Русско-греческий словарь > наименее

  • 10 мало

    επίρ.
    1. λίγο•

    он мало ест αυτός λίγο τρώγει•

    мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.

    || λιγοστά, λιγούτσικα.
    2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•

    я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).

    εκφρ.
    мало ли – άραγε λίγο;•
    мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•
    мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργα
    α) λίγο, παρά λίγο
    он не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•
    мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•
    мало того – εκτός απ αυτό•
    ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•
    того, что... – δε φτάνει που...

    Большой русско-греческий словарь > мало

  • 11 недогрузить

    -ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недогруженный, βρ: -жен, -а, -о κ. недогруженный, βρ: жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    δε φορτώνω πλήρως, φορτώνω λιγότερο•

    недогрузить тонну угля φορτώνω ένα τόνο κάρβουνο λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > недогрузить

  • 12 недоплатить

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. платить) πληρώνω λιγότερο•

    недоплатить три рубля πληρώνω τρία ρούβλια λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > недоплатить

  • 13 недополучить

    -учу, -учишь
    ρ.σ.μ.
    πληρώνομαι, παίρνω λιγότερο•

    я -ил десять рублей πήρα λιγότερο δέκα ρούβλια.

    Большой русско-греческий словарь > недополучить

  • 14 недосеять

    -сю, -сешь
    ρ.σ. σπέρνω λιγότερο•

    недосеять пять гектаров σπέρνω λιγότερο από πέντε εκτάρια.

    Большой русско-греческий словарь > недосеять

  • 15 недосыпать

    недосы/ пать 1
    -ыплю, -ыплешь
    ρ.σ.μ.
    ρίχνω, χΰνω λιγότερο•

    недосыпать зерно в машину δε γεμίζω το αυτοκίνητο με γέννημα (καρπό).

    недосыпа/ть 2
    ρ.δ.
    βλ. недосыпать.
    недосыпа/ть 3
    ρ.δ. δεν κοιμούμαι επαρκώς, κοιμούμαι λιγότερο του κανονικού.

    Большой русско-греческий словарь > недосыпать

  • 16 плохо

    1. επίρ. κακά, κακώς, άσχημα•

    он плохо поёт αυτός άσχημα τραγουδάει•

    она плохо ведёт себя αυτή άσχημα συμπεριφέρεται•

    он плохо себя чувствует αυτός αισθάνεται τον εαυτό του άσχημα•

    он плохо одевается αυτός κακοντύνεται•

    семья плохо живт η οικογένεια κακοζεί•

    плохо обращаться с людьми κακοσυμπεριφέρομαι με τους ανθρώπους.

    2. ως κατηγ. είναι άσχημα•

    ему очень плохо αυτός είναι πολύ άσχημα.

    3. ουσ. ο σχολικός βαθμός «κακώς» получать плохо παίρνω βαθμό «κακώς».
    εκφρ.
    плохо–плохо – (απλ.)το λιγότερο, το κατώτερο•
    он плохо–плохо двести рублей в месяц зарабатывает – αυτός το λιγότερο διακόσια ρούβλια το μήνα βγάζει με τη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > плохо

  • 17 втрое

    1. (больше) τρείς φορές περισσότερο, (о размере) τρείς φορές μεγαλύτερος 2. (меныне) τρείς φορές λιγότερο, (о размере) τρείς φορές μικρότερος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > втрое

  • 18 диспач

    (премия за более быструю погрузку или выгрузку) η χρηματική καταβολή του πλοιοκτήτη στον ναυλωτή (διά ναυλοσύμφωνου) λόγω επίσπευσης και περάτωσης της φόρτωσης ή της εκφόρτωσης (σε χρόνο λιγότερο του κανονικού ή του συμφωνηθέντος)
    το ντισπάτς (ξεν.)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диспач

  • 19 раз

    мат. ένα, η φορά
    в два - а больше δύο φορές περισσότερο/μεγαλύτερο
    в три - а меньше τρεις φορές λιγότερο/μικρότερο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раз

  • 20 наименее

    наименее
    нареч λιγότερο, ήκιστα:
    \наименее уда́чный способ ὁ λιγώτερο ἐπιτυχής τρόπος· \наименее выгодно ὁ λιγώτερο ἐπικερδής, ήκιστα ἐπικερδής

    Русско-новогреческий словарь > наименее

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»