Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λιγάκι

  • 1 λιγάκι

    [лигаки] εκίρ. чуть-чуть

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λιγάκι

  • 2 чуть Ιτσοότ'/][/*] εκίρ. μόλις, λιγάκι

    [τσουτιό] ουσ. ο. όσφρηση

    Русско-греческий новый словарь > чуть Ιτσοότ'/][/*] εκίρ. μόλις, λιγάκι

  • 3 чуть Ιτσοότ'][/*] επίρ μόλις, λιγάκι

    [τσουτιό] ουσ ο όσφρηση

    Русско-эллинский словарь > чуть Ιτσοότ'][/*] επίρ μόλις, λιγάκι

  • 4 чуточка

    θ.
    το λιγάκι•

    ничуточкаи ούτε λιγάκι (καθόλου, διόλου)•

    ему ничуточкаи не было больно αυτόν δεν τον πονούσε καθόλου.

    || -у λιγάκι•

    погоди -у περίμενε λιγάκι.

    Большой русско-греческий словарь > чуточка

  • 5 мало

    мало 1. нареч. λίγο, λιγάκι· здесь \мало народу εδώ είναι λίγος κόσμος 2. предик, είναι λίγο' этого слишком \мало αυτό είναι πολύ λίγο
    * * *
    1. нареч.
    λίγο, λιγάκι

    здесь ма́ло наро́ду — εδώ είναι λίγος κόσμος

    2. предик.

    э́того сли́шком ма́ло — αυτό είναι πολύ λίγο

    Русско-греческий словарь > мало

  • 6 немного

    немного λίγο, λιγάκι· \немного раньше λίγο νωρίτερα· я \немного устал είμαι λίγο κουρασμένος· \немного фруктов λίγα φρούτα
    * * *
    λίγο, λιγάκι

    немно́го ра́ньше — λίγο νωρίτερα

    я немно́го уста́л — είμαι λίγο κουρασμένος

    немно́го фру́ктов — λίγα φρούτα

    Русско-греческий словарь > немного

  • 7 чуточку

    чу́точк||у
    нареч разг λιγουλάκι, λιγάκι, μιά στοιλιά:
    подвинься \чуточку παραμέρισε λιγάκι· мне ни \чуточкуи не больно δέν μέ πονά διόλου.

    Русско-новогреческий словарь > чуточку

  • 8 горло

    ουδ.
    1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•

    схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.

    || λάρυγγας•

    у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•

    у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•

    у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.

    2. στενό μέρος αντικειμένου•

    -бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•

    горло залива ο λαιμός του κόλπου.

    εκφρ.
    по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•
    кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•
    слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•
    быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•
    сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•
    пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•
    брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•
    промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•
    слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•
    поперек стать ή вставатьκ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει).

    Большой русско-греческий словарь > горло

  • 9 -ка

    μόριο στο τέλος των ρ. στην προστακτική, που προσδίδει σημασία ηπιότητας της προσταγής• παράκλιση, νουθεσία, απλότητα•

    ступай-ка отсюда πήγαινε (φύγε) απ εδώ σε παρακαλώ•

    дайте-ка пройти κάνετε μέρος να περάσω, καλοί μου•

    пойдём-ка садиться за стол πάμε λιγάκι να καθίσομε στο τραπέζι•

    скажи-ка πες μου σε παρακαλώ•

    дайте-ка посмотреть αφήστε με λιγάκι να κοιτάζω.

    || (σημαίνει παρότρυνση)• έλα•

    на-ка выпей έλα πιες•

    ну-ка садись έλα κάθησε.

    || (με ρήματα πρώτου προσώπου μονολεκτικού μέλλοντα σημαίνει αιφνίδια εμφάνιση επιθυμίας ή απόφασης)• να•
    αγοράσω αυτό το βιβλίο•

    напишу-ка я ему письмо θα του γράψω γράμμα.

    Большой русско-греческий словарь > -ка

  • 10 капелька

    θ.
    1. σταλαματίτσα, σταλίτσα, σταγονίτσα, -ίδιο•

    -и росы σταγονίτσες δροσιάς.

    2. ελάχιστη ποσότητα•

    ни -и совести ούτε σταλιά (κόκκος) συνείδησης.

    3. ως
    επίρ.
    λιγάκι, ελάχιστο, μιά σταλίτσα•

    выпейте -у πιέτε μια σταλίτσα (λίγο)•

    ни осталось ни -у табаку δεν έμεινε ούτε μια πρέζα καπνός•

    посидите хоть -у καθήστε έστω και λιγάκι•

    ни -и не боюсь δε φοβάμαι καθόλου•

    до последней -и μέχρι τελευταία σταγόνα (ρανίδα).

    Большой русско-греческий словарь > капелька

  • 11 глаз

    глаз
    м τό μάτι, ὁ ὁφθαλμός, τό ὅμμα/ τά μάτια, ἡ ὅραση [-ις] (зрение):
    хорошие (плохие) \глаза καλή (κακή) δράση· запавшие \глаза τά κομμένα μάτια· болезнь \глаз ἡ ὀφθαλμία, ὁ πονόματος· иметь верный \глаз ἔχω καλό μάτι· ◊ ради прекрасных \глаз γιά τά ὠραΐα μάτια· для отвода \глаз γιά τά μάτια τοῦ κόσμου· и а \глаз (приблизительно) μέ τό μάτι, περίπου, κατά προσέγγισιν своими \глазами μέ τά ἰδια μου τά μάτια. Ιδίοις δμμασι· на \глазах (у) кого́-л. μπροστά στά μάτια (κάποιου)· это бросается в \глаза χτυπᾶ στά μάτια, εἶναι ἐξόφθαλμο· я его́ в \глаза никогда не видел δέν τόν είδα ποτέ ἀπό κοντά· у нее \глаза всегда на мокром месте κλαίγει κάθε λίγο καί λιγάκι· не попадайся мне больше на \глаза νά μήν σέ ξαναδούν τά μάτια μου, νά μήν σέ ξαναδώ μπροστά μου· уходи с глаз долой! νά μή σέ ίδοῦν τά μάτια μου!, χάσου ἀπό μπροστά μου!· говорить в \глаза (ό)μιλω ἀνοιχτά, κατά πρόσωπον говорить за \глаза́ μιλῶ ἐν ἀπουσία κάποιου (или ἀπό πίσω του)· закрывать \глаза на что́-л. κάνω πώς δέ βλέπω· с закрытыми \глазами μέ κλειστά τά μάτια, τυφλοίς ὅμμασι· идти́ куда́ \глаза́ глядят παίρνω τά μάτια μου καί φεύγω, παίρνω τῶν ὀμματιῶν μου· открывать кому́-л. \глаза на что́-л. ἀνοιγω κάποιου τά μάτια· с \глазу на \глаз ίδιαιτέρως, κατά μόνας· смотреть во все \глаза ἔχω τά μάτια μου δεκατέσσερα· смеяться в \глаза κοροϊδεύω κατάμουτρα· не в бровь, а в \глаз погов. πετυχαίνω στό ψαχνό· с глаз доло́й \глаз из сердца вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται. (своим) \глазам не верю δέν πιστεύω στά μάτια μου· не спускать \глаз с кого-л. (с чего́-л.) а) δέν χορταίνω νά βλέπω любоваться), б) παρακολουθώ ἀδιάκοπα не выпускать из виду)· у семи нянек дитя без \глазу погов. ὅπου λαλοῦν πολλοί πετεινοί, ἀργεῖ νά ξημερώσει· не смыкая \глаз ἀγρυπνα· у страха \глаза велики́ погов. е£ ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· хоть \глаз выколи δέν βλέπω τή μύτη μου· правда \глаза колет погов. ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή.

    Русско-новогреческий словарь > глаз

  • 12 дома

    до́ма
    нареч στό σπίτι, κατ' οίκον:
    сидеть \дома μένω στό σπίτι, δέν βγαίνω ἀπ· τό σπίτι· его́ нет \дома δέν εἶναι στό σπίτι· чу́вствовать себя как \дома νοιώθω σάν στό σπίτι μου· ◊ у него не все \дома разг τά ἔχει χαμένα, τοῦχει στρίψει λιγάκι.

    Русско-новогреческий словарь > дома

  • 13 задремать

    задремать
    сов τόν παίρνω λιγάκι, ψευ-τοκοιμάμαι.

    Русско-новогреческий словарь > задремать

  • 14 капелька

    капельк||а 1. ж уменьш. ἡ σταλίτσα, τό σταγονίδιον 2. ж (самое малое количество) ἡ σταλαγματιά, ἡ σταλιά, ἡ ρα-νίδα [-ίς]·
    3. нареч:
    \капелькау (немного, чуть-чуть) разг λιγάκι, μιά στάλά ◊ ни \капелькаи а) ὁΐπζ μιά στάλα, б) καθόλου (нисколько, совершенно не).

    Русско-новогреческий словарь > капелька

  • 15 набегать

    набега́||ть
    несов
    1. προσκρούω, τρακάρω / σκεπάζω (о волнах и т. п.)·
    2. (собираться) μαζεύομαι·
    3. безл (морщить \набегать об одежде) σουρώνω (άμετ.), κάνω σούρες, πτυχοδμαι:
    на спине немного \набегатьет σουρώνει λιγάκι στήν πλάτη.

    Русско-новогреческий словарь > набегать

  • 16 немножко

    немножко
    нареч разг λιγάκι/ λιγου-λάκι (чуточку).

    Русско-новогреческий словарь > немножко

  • 17 побаиваться

    побаиваться
    несов φοβούμαι λιγάκι.

    Русско-новогреческий словарь > побаиваться

  • 18 побегать

    побегать
    сов τρέχω λιγάκι.

    Русско-новогреческий словарь > побегать

  • 19 поговорить

    поговорить
    сов μιλώ, κουβεντιάζω λιγάκι:
    \поговорить немного κουβεντιάζω λίγο· \поговорить еще раз ξαναμιλώ, τά ξαναλέω.

    Русско-новогреческий словарь > поговорить

  • 20 подвыпивший

    подвыпивший
    прил разг στό κέφι, λιγάκι πιωμένος.

    Русско-новогреческий словарь > подвыпивший

См. также в других словарях:

  • λιγάκι — επίρρ. πολύ λίγο σε ποσότητα, σε ένταση, σε έκταση ή σε χρόνο (α. «δώσε μου λιγάκι ψωμί» β. «περίμενε λιγάκι») …   Dictionary of Greek

  • λιγάκι — 1. επίρρ. ποσοτ., πολύ λίγο, σε μικρή ποσότητα: Δώσε μου λιγάκι κρασί. 2. επίρρ. χρον., πολύ λίγο χρόνο: Θα περιμένω λιγάκι μήπως τελικά έρθει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Sotiria Bellou — ( el. Σωτηρία Μπέλλου; 1921 ndash;1997) was a famous Greek singer and performer of the Greek rebetiko type of music [Kotarides Nikos, Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι. Athens, Plethron, 1996] . Biography Sotiria Bellou was born in Halia of Euboia …   Wikipedia

  • ακραργώ — (Μ ἀκραργῶ) καθυστερώ, αργώ λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + αργώ] …   Dictionary of Greek

  • ακροποτίζω — ποτίζω λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + ποτίζω] …   Dictionary of Greek

  • ακρόθωρα — επίρρ. [*ακρόθωρος] με την άκρη τού ματιού, λιγάκι …   Dictionary of Greek

  • αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • αντισηκώνω — (Α ἀντισηκῶ, όω) νεοελλ. 1. σηκώνω λιγάκι 2. υψώνω («το σπαθί που αντισηκώνεις», Δ. Σολωμός) αρχ. 1. κάνω την πλάστιγγα να ισορροπήσει τοποθετώντας αντίρροπο βάρος, αντισταθμίζω 2. ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σηκώ «ζυγίζω» < σηκός… …   Dictionary of Greek

  • αρμυρούτσικος — η, ο 1. αρκετά αλμυρός 2. λιγάκι υπερτιμημένος, ακριβούτσικος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»