Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

λιγάκι

См. также в других словарях:

  • λιγάκι — επίρρ. πολύ λίγο σε ποσότητα, σε ένταση, σε έκταση ή σε χρόνο (α. «δώσε μου λιγάκι ψωμί» β. «περίμενε λιγάκι») …   Dictionary of Greek

  • λιγάκι — 1. επίρρ. ποσοτ., πολύ λίγο, σε μικρή ποσότητα: Δώσε μου λιγάκι κρασί. 2. επίρρ. χρον., πολύ λίγο χρόνο: Θα περιμένω λιγάκι μήπως τελικά έρθει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Sotiria Bellou — ( el. Σωτηρία Μπέλλου; 1921 ndash;1997) was a famous Greek singer and performer of the Greek rebetiko type of music [Kotarides Nikos, Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι. Athens, Plethron, 1996] . Biography Sotiria Bellou was born in Halia of Euboia …   Wikipedia

  • ακραργώ — (Μ ἀκραργῶ) καθυστερώ, αργώ λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + αργώ] …   Dictionary of Greek

  • ακροποτίζω — ποτίζω λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + ποτίζω] …   Dictionary of Greek

  • ακρόθωρα — επίρρ. [*ακρόθωρος] με την άκρη τού ματιού, λιγάκι …   Dictionary of Greek

  • αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • αντισηκώνω — (Α ἀντισηκῶ, όω) νεοελλ. 1. σηκώνω λιγάκι 2. υψώνω («το σπαθί που αντισηκώνεις», Δ. Σολωμός) αρχ. 1. κάνω την πλάστιγγα να ισορροπήσει τοποθετώντας αντίρροπο βάρος, αντισταθμίζω 2. ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σηκώ «ζυγίζω» < σηκός… …   Dictionary of Greek

  • αρμυρούτσικος — η, ο 1. αρκετά αλμυρός 2. λιγάκι υπερτιμημένος, ακριβούτσικος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»