-
21 подремать
подрематьсов τόν παίρνω λιγάκι. -
22 подталкивать
подталкиватьнесов1. σπρώχνω λιγάκι, σκουντώ ἐλαφρά:\подталкивать локтем σπρώχνω μέ τόν ἀγκώνά2. перен (побуждать) παρακινώ, ὠθῶ, προτρέπω. -
23 подтачивать
подтачиватьнесов1. ἀκονίζω, ἀκονῶ λιγάκι:\подтачивать карандаш ξύνω τό μολύβι·2. (разъедать, повреждать) περιτρώγω, ροκανίζω, διαβιβρώσκω·3. перен (здоровье, силы) φθείρω, λυώνω. -
24 подышать
подышатьсов ἀναπνέω λίγο:\подышать све·..им воздухом ἀναπνέω λιγάκι δροσερόν игра. -
25 покачивать
покачиватьнесов κουνώ λιγάκι. -
26 покачиваться
покачивать||сяκουνιέμαι λιγάκι / τρικλίζω ἐλαφρά (шататься). -
27 посмеяться
посмеятьсясов γελῶ λιγάκι. -
28 потолковать
потолковатьсов κουβεντιάζω λιγάκι. -
29 похлопать
похлопатьсов χειροκροτώ λιγάκι. -
30 сплошь
сплошьнареч ἐντελῶς, ὁλοκληρωτικά· ◊ \сплошь и рядом разг κάθε λίγο καί λιγάκι, πολύ συχνά. -
31 тминный
тмин||ныйприл ἀπό κύμινο:\тминныйная во́дка τό ρακί μέ κύμινο. τό I союз1. (тогда) τότε:если будет поздно, то не приходи́ ἐάν εἶναι ἀργά τότε μήν ἐρχεσαι· если так, то я не возражаю ἐάν εἶναι ἔτσι τότε δέν ἔχω ἀντίρρηση· 2.:то... то... πότε... πότε... ἄλλοτε... ἄλλοτε...· то один, то другой πότε ὁ ἔνας, πότε ὁ ἄλλος· 3.:не то... не то... ούτε... ὁὔτε...· не то снег, не то дождь ὁὔτε χιόνι οὔτε βροχή· ◊ и то хорошо́ πάλι καλα остался оди́и, (да) и то плохой ἔνας Εμεινε κι· αὐτός κακός· (а) не τό εἰδεμή, είδάλλως· то и дело κάθε λίγο καί λιγάκι· то есть δηλαδή, τοῦτ' ἔστιν. -το II частица перев. оборотом ἀκριβώς:этого-то я и хотел αὐτό ἀκριβῶς ήθελα· где-то он сеи́час? ποῦ νδναι αὐ-τήν τήν στιγμή. τό III ср. р. от тот. -
32 тронуться
трону||ться1. см. трогаться·2. (помешаться) разг μοῦ στρίβει, τήν ψωνίζω, τρελλαἰνομαι:он слегка́ \тронутьсялея τοῦ ἔχει στρίψει λιγάκι·3. (попортиться) ἀρχίζω νά χαλνώ:\тронутьсяться плесенью ἀρχίζω νά μουχλιάζω. -
33 чуть
чуть1. нареч (едва) μόλις, λιγάκι, παρ' ὁλίγο:\чуть видно μόλις φαίνεται· \чуть больше (меньше) λίγο περισσότερο (κάτι λιγώτερο)· \чуть живой μέ τήν ψυχή στό στόμα· чуть-чуть μιά σταλιά, παρ' ὁλίγο· он \чуть не упал παρ' ὁλίγο θά ἐπεφτε, λίγο ἐλλειψε νά πέσει·2. союз:\чуть только... μόλις· ◊ \чуть свет μόλις φέξει, τά χαράματα· \чуть ли не... σχεδόν \чуть ли не каждый день σχεδόν κάθε μέρα· \чуть было не παρ' ὁλίγο νά, λίγο ἐλειψε νά, παρά τρίχα νά· чуть что μέ τό παραμικρό. -
34 немножко
[νιμνόσκα] εκίρ. λιγάκι -
35 немножко
[νιμνόσκα] εκίρ. λιγάκι -
36 чуточку
[τσούτατσκου] εκίρ. λιγάκι -
37 немножко
[νιμνόσκα] επίρ λιγάκι -
38 немножко
[νιμνόσκα] επίρ λιγάκι -
39 чуточку
[τσούτατσκου] επίρ λιγάκι -
40 глазок
-зка, πλθ. глазки, -зок, -зкам κ. глазки, -ов а.1. ματάκι, οφθαλμίδιο.2. κηλίδα χρωματιστή σε έντομα, πτηνά κλπ.3. о1тп παρακολούθησης στις φυλακές.4. μάτι, οφθαλμός φυτού, πατάτας.εκφρ.анютины -и – ι’ον το τρίχρωμο, πανσές•на глазок – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•хоть одним -ом взглянуть, посмотреть – κ.τ.τ. να ρίξω έστω και μια ματιά, να ιδώ λιγάκι•строить ή делать -и – κάνω γλυκά μάτια, φλερτάρω.
См. также в других словарях:
λιγάκι — επίρρ. πολύ λίγο σε ποσότητα, σε ένταση, σε έκταση ή σε χρόνο (α. «δώσε μου λιγάκι ψωμί» β. «περίμενε λιγάκι») … Dictionary of Greek
λιγάκι — 1. επίρρ. ποσοτ., πολύ λίγο, σε μικρή ποσότητα: Δώσε μου λιγάκι κρασί. 2. επίρρ. χρον., πολύ λίγο χρόνο: Θα περιμένω λιγάκι μήπως τελικά έρθει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Sotiria Bellou — ( el. Σωτηρία Μπέλλου; 1921 ndash;1997) was a famous Greek singer and performer of the Greek rebetiko type of music [Kotarides Nikos, Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι. Athens, Plethron, 1996] . Biography Sotiria Bellou was born in Halia of Euboia … Wikipedia
ακραργώ — (Μ ἀκραργῶ) καθυστερώ, αργώ λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + αργώ] … Dictionary of Greek
ακροποτίζω — ποτίζω λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + ποτίζω] … Dictionary of Greek
ακρόθωρα — επίρρ. [*ακρόθωρος] με την άκρη τού ματιού, λιγάκι … Dictionary of Greek
αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ … Dictionary of Greek
αντισηκώνω — (Α ἀντισηκῶ, όω) νεοελλ. 1. σηκώνω λιγάκι 2. υψώνω («το σπαθί που αντισηκώνεις», Δ. Σολωμός) αρχ. 1. κάνω την πλάστιγγα να ισορροπήσει τοποθετώντας αντίρροπο βάρος, αντισταθμίζω 2. ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σηκώ «ζυγίζω» < σηκός… … Dictionary of Greek
αρμυρούτσικος — η, ο 1. αρκετά αλμυρός 2. λιγάκι υπερτιμημένος, ακριβούτσικος … Dictionary of Greek