-
1 λίβανος
λῐβᾰνος (ἡ)1 frankincense-tree. νεάνιδες αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ ( λιβάνων σκιαρᾶν <?> coni. Snell: λιβάνῳ σκιαρᾷ Boeckh: λιβάνῳ σκιαρὸν unus cod. Plutarchi, Bergk) Θρ. 7. 4. -
2 σκιαρός
1 shadyἼστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν O. 3.14
αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα O. 3.18
φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ ( σκιαρὸν c. uno cod. Plutarchi Bergk: σκιαρᾷ Boeckh: λιβάνων σκιαρᾶν <?> Snell) Θρ. 7. 4.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский