-
41 ελίασεν
-
42 ἐλίασεν
-
43 ελίασθεν
-
44 ἐλίασθεν
-
45 λελιάσθαι
λιάζομαιbend: perf inf mp (epic)λιάζωperf inf mp -
46 λελίασμαι
λιάζομαιbend: perf ind mp 1st sg (epic)λιάζωperf ind mp 1st sg -
47 λελίασται
λιάζομαιbend: perf ind mp 3rd sg (epic)λιάζωperf ind mp 3rd sg -
48 λελίαστο
λιάζομαιbend: plup ind mp 3rd sg (epic)λιάζωplup ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
49 λιαζομένοις
λιάζομαιbend: pres part mp masc /neut dat pl (epic)λιάζωpres part mp masc /neut dat pl -
50 λιαζόμενοι
λιάζομαιbend: pres part mp masc nom /voc pl (epic)λιάζωpres part mp masc nom /voc pl -
51 λιασθήναι
-
52 λιασθῆναι
-
53 λιασθείς
λιάζομαιbend: aor part mp masc nom /voc sg (epic)λιάζωaor part pass masc nom /voc sg -
54 λιασθέντι
λιάζομαιbend: aor part mp masc /neut dat sg (epic)λιάζωaor part pass masc /neut dat sg -
55 λιώ
-
56 λιῶ
-
57 λιάζεσθαι
λιάζομαιbend: pres inf mp (epic)λιάζωpres inf mp -
58 λιάζεται
λιάζομαιbend: pres ind mp 3rd sg (epic)λιάζωpres ind mp 3rd sg -
59 λιάζετο
λιάζομαιbend: imperf ind mp 3rd sg (epic)λιάζωimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
60 λιάσθη
λιάζομαιbend: aor ind mp 3rd sg (epic)λιάζωaor ind pass 3rd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
λιάζω — λιάζω, έλιασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: λιάζω : λιγότερο συχνό σε σχέση με την παθητική φωνή … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιάζω — pres subj act 1st sg λιάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιάζω — και ηλιάζω έλιασα και ήλιασα, λιάστηκα, λιασμένος 1. απλώνω κάτι στον ήλιο: Έλιασε τα ρούχα στην ταράτσα. 2. το μέσ., λιάζομαι και ηλιάζομαι ξαπλώνω κάτω από τον ήλιο για να ζεσταθώ ή να μαυρίσω: Λιάστηκα στην παραλία όλο το απόγευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιάζω — (I) λιάζω (Α) βλ. λιάζομαι. (II) λιάζω (Α) [λίαν] 1. βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό 2. (κατά τον Φώτ.) «λιάζειν λίαν ἐσπουδακέναι». (III) και ηλιάζω (AM ἡλιάζω) εκθέτω κάτι στην επίδραση τών ηλιακών ακτίνων, απλώνω κάτι στον ήλιο νεοελλ. παθ … Dictionary of Greek
λιάζοντα — λιάζω pres part act neut nom/voc/acc pl λιάζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιάσσαι — λιάζω aor inf act λιάσσαῑ , λιάζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιῶντι — λιάζω fut part act masc/neut dat sg λιάζω fut ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίαζον — λιάζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λιάζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλίαζον — λιάζω imperf ind act 3rd pl λιάζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελίακα — λιάζω perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιάζειν — λιάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)