-
1 забвение
забвени||ес ἡ λήθη, ἡ λησμονιά, ἡ λησμοσύνη:предавать \забвениею ρίχνω στή λήθη, λησμονώ. -
2 забвение
[ζαμπβιένιιε] ουσ. ο. λησμονιά -
3 забвение
[ζαμπβιένιιε] ουσ ο λησμονιά -
4 забвение
-я ουδ.1. λησμονιά, λησμοσύνη, ξέχασμα, ξεχασιά, λήθη. || παραμέληση•своего долга παραμέληση του καθήκοντος.
2. παλ. βλ. забытье.εκφρ.предать в -го – παραδίνω στη λήθη, ξεχνώ•река -я – η Λήθη. -
5 забывание
-я ουδ.λησμονιά, ξεχασιά. -
6 забытьё
-я, προθτ. в забытьй ουδ.1. λήθαργος, -ία, λήθη.2. λησμονιά, -σύνη, ξεχασιά.3. αλλοφροσύνη, παραφροσύνη.εκφρ.впасть в забытьё – περιπίπτω σε λήθη•лежит в -ьи – κείτεται αναίσθητος. -
7 самозабвение
-я ουδ.1. αφοσίωση, απορρόφηση. || λησμονιά, -σύνη.2. αφιλαυτία, αυταπάρνηση, αυτοθυσία• παραφροσύνη•работать с -ем εργάζομαι με αυταπάρνηση•
лгобить до -я αγαπώ παράφορα, μέχρι τρέλλας.
См. также в других словарях:
λησμονιά — και αλησμονιά, η [λησμονώ] 1. λήθη, λησμοσύνη 2. φρ. (λαογρ.) «η βρύση τής λησμονιάς» περιοχή στον Άδη όπου υπάρχει βρύση από την οποία, κατά τη λαϊκή αντίληψη, τρέχει νερό που όταν πιούν οι νεκροί ξεχνούν τα επίγεια … Dictionary of Greek
λησμονιά — η λήθη, ξεχασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπολησμοσύνη — ἡ, Α λήθη, λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λησμοσύνη «λήθη, λησμονιά»] … Dictionary of Greek
άρνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 461 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρίδος. * * * και άρνη, η η λησμονιά, η λήθη («της άρνας το νερό» πρβλ.… … Dictionary of Greek
έκλησις — ἔκλησις, η (Α) πλήρης λήθη, απόλυτη λησμονιά … Dictionary of Greek
αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της … Dictionary of Greek
αλησμονησία — η λησμοσύνη, λησμονιά, ξεχασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. τού ρημ. αλησμονώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλησμονησιάρης] … Dictionary of Greek
αλησμονιά — η [αλησμονώ] 1. λησμονιά, λησμοσύνη, ξεχασιά 2. ο τόπος τής αιώνιας λησμονιάς, ο κάτω κόσμος … Dictionary of Greek
αλησμοσύνη — η λησμοσύνη, λησμονιά, λήθη («παρηγοριά ’χει ο θάνατος κι αλησμοσύνη ο χάρος», Δημοτικό). [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθ. + λησμοσύνη] … Dictionary of Greek
απολησμόνηση — η η λησμονιά, η λήθη … Dictionary of Greek
αρνησιά — η [αρνούμαι] 1. ο τόπος όπου οι νεκροί απαρνιούνται, λησμονούν τους ζωντανούς («με πάει στης άρνης τα βουνά, στης αρνησιάς τους κάμπους», μοιρολ.) 2. η λησμονιά, η λήθη («να πιω νερό της αρνησιάς στης άρνας το λαγκάδι», Παλαμάς) … Dictionary of Greek