-
1 ψηφος
дор. ψᾶφος ἥ1) круглый камешек, галька, голыш Pind., Plat., Plut.ψήφῳ διατετραίνειν τι Her. — пробить что-л. камешком
2) драгоценный камень Luc.δακτυλικέ ψ. Anth. — камень в перстне
3) счетный камешекψήφοις λογίζεσθαι Her., Arph. или ψήφους τιθέναι Dem. — считать с помощью камешков;
ἐν ψήφῳ λέγειν Aesch. — высчитывать, исчислять;ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι Eur. — высчитать, исчислить;αἱ ψῆφοι καθαραί Dem. — ровный счет4) игральный камешек, шашка, костяшка Plat. Plut.5) вотивный камешек (для подачи голоса - преимущ. в судебной практике)ψήφῳ ψηφίζεσθαι Her., φῆφον θέσθαι Aesch., Her., Xen., Plat., διαφέρειν Thuc., Xen., ἀναφέρειν Xen., ἐπιφέρειν или βάλλειν Plut. — подавать голос;
οἷς πλείστη γίγνεται ψ. Plat. — получающие большинство голосов;ψ. ἀφανής Aeschin. — тайное голосование;πάσαις (sc. ψήφοις) κρατεῖν Luc. — получить все голоса, т.е. единогласное одобрение;ψ. πλήρης Aeschin., Plut., σῴζουσα или καθαιροῦσα Lys., λευκή Plut. — полный (непросверленный), спасающий или очищающий, белый камень, т.е. оправдательный голос;ψ. καταγνώσεως Thuc., διατετρυπημένη Aeschin., μέλαινα Plut. — камень осуждения, просверленный, черный, т.е. обвинительный голос;6) суждение, мнениеκατὰ τέν ἐμέν ψῆφον Plat. — по моему мнению
7) решение, постановлениеλιθίνα ψᾶφος Pind. — постановление, высеченное на камне
8) указ, повеление(τυράννων Soph.)
9) голосованиеτέν ψῆφον ἐπάτειν περί τινος Thuc. или προτιθέναι ὑπέρ τινος Dem. — предложить приступить к голосованию (обсуждению) чего-л.;
ἐπὴ τέν ψῆφον καλεῖν Plut. — призвать к голосованию10) право голоса(τέν ψῆφον или ἐξουσίαν ψήφου διδόναι τινί Dem., Plut.)
11) суд, судилищеὁσία ψ., ἣν Ζεὺς εἵσατο Eur. — установленное Зевсом священное судилище
-
2 λευκη
I.ἡ (sc. ψῆφος) белый камешек, т.е. оправдательный голос Luc.II.дор. λεύκα ἥ1) белый тополь Dem., Arph. etc.2) мед. белые лишаи или струпья, предполож. элефантиаз, по по друг. витилиго(λέπρην ἢ λεύκην ἔχειν Her.; ἐν τῇ λεύκῃ λευκαὴ γίγνονται αἱ τρίχες Arst.)
-
3 λευκός
η, ό[ν]1) белый, светлый;λευκός οίνος — белое вино;
λευκός άρτος — белый хлеб;
2) белый, светлокожий;λευκή φυλή — белая раса;
3) перен. чистый, незапятнанный, безупречный;λευκός υπάλληλος — безупречный; — служащий;
έχει λευκό παρελθόν — у него незапятнанное прошлое;
§ λευκόν φως — солнечный свет;
λευκός άνθραξ — белый уголь, водная энергия;
λευκή νύξ — бессонная ночь;
λευκες νύχτες — белые ночи;
λευκή σημαία — белый флаг;
λευκή ψήφος — а) тот, кто воздержался от голосования; — б) голос, поданный за оправдательный приговор (в суде);
-'ή περιστερά ирон. невинный младенец;εμπόριον λευκής σαρκός — торговля живым товаром;
λευκοί — белые, белогвардейцы
См. также в других словарях:
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek