-
1 λευκό-γεως
λευκό-γεως, ων, dasselbe, Schol. Ap. Rh. 1, 826.
-
2 λευκόγαιος,
λευκό-γαιος, u. λευκό-γειος, u. λευκό-γεως, ων, von, mit weißer Erde -
3 λευκόγειος,
λευκό-γαιος, u. λευκό-γειος, u. λευκό-γεως, ων, von, mit weißer Erde -
4 λευκόγεως
λευκό-γαιος, u. λευκό-γειος, u. λευκό-γεως, ων, von, mit weißer Erde
См. также в других словарях:
κακόγεως — κακόγεως, ω, ὁ (Μ) (για τόπο) αυτός που έχει άγονο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γεως (< γῆ), πρβλ. λευκό γεως, ξανθό γεως] … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek