-
1 подробно
-
2 подробно
λεπτομερώς, λεπτομερειακά-ый λεπτομερής, λεπτομερειακόςδιεξοδικός, αναλυτικός, εκτενής, εξονυχιστικός, σχολαστικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подробно
-
3 подробно
подробн||онареч λεπτομερώς, λεπτομερειακά. -
4 досконально
επίρ.λεπτομερειακά. -
5 изложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. εκθέτω εξιστορώ, αφηγούμαι αναπτύσσω•изложить мн-ние εκθέτω (λέγω) τη γνώμη•
изложить подробности αφηγούμαι (εκθέτω) λεπτομερειακά•
изложить в немногих словах εκθέτω με λίγα λόγια (σύντομα).
См. также в других словарях:
εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
ανατέμνω — (Α ἀνατέμνω) κόβω, σχίζω ανθρώπινο σώμα νεοελλ. αποκόβω όργανα από πτώμα για να τα εξετάσω, εκτελώ ανατομικές εργασίες 2. εξετάζω σχολαστικά, αναλύω λεπτομερειακά αρχ. 1 κατακόπτω, ξεσχίζω 2. χαράζω, ανοίγω … Dictionary of Greek
ανειλιγμένως — ἀνειλιγμένως επίρρ. (Α) [ανελίσσω] λεπτομερειακά, αναλυτικά, ένα προς ένα … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… … Dictionary of Greek
διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… … Dictionary of Greek
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek
επιφυλλίδα — Αυτοτελές άρθρο που δημοσιεύεται στο κάτω μέρος εφημερίδας και χωρίζεται από την υπόλοιπη ύλη με οριζόντια γραμμή. Την ε. εγκαινίασε η γαλλική Εφημερίδα των Συζητήσεων, στα χρόνια της υπατείας του Ναπολέοντα. Το 1842, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε… … Dictionary of Greek
καταλεπτός — καταλεπτός, ή, όν (Μ) 1. λεπτομερειακός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) καταλεπτόν 1. με λεπτομέρειες, λεπτομερειακά 2. εντελώς … Dictionary of Greek
λεπτοεπώ — λεπτοεπῶ, έω (Α) εκφράζομαι με λεπτομέρειες, αφηγούμαι λεπτομερειακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + επῶ (< επής < ἔπος), πρβλ. καλλι επώ, ψευδο επώ] … Dictionary of Greek