Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λεοντο-

См. также в других словарях:

  • ἀλέοντο — ἀ̱λέοντο , ἀλάομαι wander imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀλάομαι wander imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀ̱λέοντο , ἀλέομαι avoid imperf ind mid 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀλέομαι avoid imperf ind mid 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιπποδάμας — Ἱπποδάμας, αντος, ὁ (Α) 1. γιος τού Αχελώου και τής Περιμήδης, αδελφός τού Ορέστη και πατέρας τής Ευρύτης 2. ένας από τους γιους τού Πριάμου 3. Αθηναίος στρατηγός που έπεσε μαχόμενος το 459 π.Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δάμας (< δάμνημι), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θηροφόνος — θηροφόνος, ον και ος, η, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει άγρια ζώα 2. επίθ. τής Αρτέμιδος και τού Απόλλωνος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηροφόνον (διάφ. γρ. τού θηλυφόνον) αυτό που φονεύει αμέσως τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • θηρόχλαινος — θηρόχλαινος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. λεοντό χλαινος, μελάγ χλαινος] …   Dictionary of Greek

  • θυμολεοντοφθόρος — θυμολεοντοφθόρος, ο (Α) πάπ. αυτός που έχει τόση τόλμη ώστε να σκοτώσει λιοντάρι ή που είναι τόσο φθοροποιός ώστε να συντρίψει και την άγρια διάθεση ενός λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λεοντο φθόρος (< λεων τος + φθορος < φθείρω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ιπποβάμων — ἱποβάμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «ρήματα… …   Dictionary of Greek

  • ιριδόχρους — ουν αυτός που έχει τα χρώματα τής ίριδας, ιριδοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + χρους (< χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. λεοντό χρους, σιτό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κανονιόκρανο — το το εξόγκωμα που βρίσκεται γύρω από το στόμιο τής προτομής τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. κανονιόκρανο αντί* κανονόκρανο (βλ. λ. κανονιοβολώ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κρανο (< κρᾱνον «κρανίο», τ. που μαρτυρείται μόνο στο β συνθετικό σύνθ.… …   Dictionary of Greek

  • κατάκαρδος — η, ο 1. αυτός που βγαίνει από τα βάθη τής καρδιάς, ολόψυχος 2. εγκάρδιος. επίρρ... κατάκαρδα 1. στο βάθος τής καρδιάς («η σφαίρα τόν βρήκε κατάκαρδα») 2. φρ. α) «παίρνω κάτι κατάκαρδα» αποδίδω σε κάτι μεγάλη σημασία β) «τόν άγγιξες κατάκαρδα» τόν …   Dictionary of Greek

  • κεραυνομάχης — κεραυνομάχης, ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α) αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντο μάχης, οπλο μάχης] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόπους — κεφαλόπους, οδός, ὁ (Α) στον πληθ. οι κεφαλόποδες τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντό πους, λεοντό πους] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»