-
1 λεοντό-παρδος
λεοντό-παρδος, ὁ, der Leopard, sonst λεόπαρδος, Sp.
-
2 λεοντό-πους
λεοντό-πους, - πουν, gen. - ποδος, löwenfüßig, Eur. frg. bei Ath. XV, 701 c; vgl. Ael. H. A. 12, 7.
-
3 λεοντό-χορτος
λεοντό-χορτος, od. λεοντοχόρτας, von Löwen verzehrt, Aesch. fr. 304; vgl. Lob. Paralip. 466.
-
4 λεοντό-χλαινος
λεοντό-χλαινος, mit einer Löwenhaut bekleidet, Herakles, Archia. 27 ( Plan. 94).
-
5 λεοντό-ψῡχος
λεοντό-ψῡχος, löwenherzig, Schol. Il. 5, 639.
-
6 λεοντό-διφρος
λεοντό-διφρος, mit einem Löwenwagen, auf einem mit Löwen bespannten Wagen fahrend, die Rhea, Philp. 6 (VI, 94).
-
7 λεοντό-μορφος
λεοντό-μορφος, von Löwengestalt, Sp.
-
8 λεοντό-θῡμος
λεοντό-θῡμος, löwenmuthig, Sp.
-
9 λεοντο-πρός-ωπος
λεοντο-πρός-ωπος, mit einem Löwenangesicht, σφίγξ, Schol. Eur. Phoen. 411.
-
10 λεοντο-πόδιον
λεοντο-πόδιον, τό, Löwenfuß, ein Kraut, Diosc.
-
11 λεοντο-πέταλον
λεοντο-πέταλον, τό, Löwenblatt, ein Kraut, Diosc.
-
12 λεοντο-πίθηκος
λεοντο-πίθηκος, ὁ, der Löwenaffe, Sp.
-
13 λεοντο-τροφία
λεοντο-τροφία, ἡ, das Aufziehen von Löwen, Löwenzucht, Ael. H. A. 6, 8.
-
14 λεοντο-φυής
λεοντο-φυής, ές, von Löwennatur, ἄγρα, Eur. Bacch. 1196.
-
15 λεοντο-φόρος
λεοντο-φόρος, Löwen tragend, bringend, κλῆρος Luc. Hermot. 44.
-
16 λεοντο-φόνος
λεοντο-φόνος, Löwen tödtend; νίκη Agath. 27 (VI, 74); τὸ λ., ein Thier, nach dessen Genuß der Löwe sterben soll, Arist. mirab. 158; vgl. Ael. H. A. 4, 18; – aber λεοντόφονος = von Löwen getödtet.
-
17 λεοντο-βότος
λεοντο-βότος, Löwen nährend, Ῥεία, Nonn. D. 1, 21. 9, 147; – λεοντόβοτος, von Löwen beweidet, wo sich Löwen aufhalten, Λέρνα, Nonn. D. 8, 240; vgl. Strab. XVI, 747.
-
18 λεοντο-κόμος
λεοντο-κόμος, Löwen wartend, pflegend; Opp. Cyn. 3, 53; Philostr. p. 712.
-
19 λεοντο-ειδής
λεοντο-ειδής, ές, löwenähnlich, löwenartig, σῶμα Ael. H. A. 12, 7, Sp.
-
20 λεοντο-κομέω
λεοντο-κομέω, Löwen pflegen, halten, Eust.
См. также в других словарях:
ἀλέοντο — ἀ̱λέοντο , ἀλάομαι wander imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀλάομαι wander imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀ̱λέοντο , ἀλέομαι avoid imperf ind mid 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀλέομαι avoid imperf ind mid 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιπποδάμας — Ἱπποδάμας, αντος, ὁ (Α) 1. γιος τού Αχελώου και τής Περιμήδης, αδελφός τού Ορέστη και πατέρας τής Ευρύτης 2. ένας από τους γιους τού Πριάμου 3. Αθηναίος στρατηγός που έπεσε μαχόμενος το 459 π.Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δάμας (< δάμνημι), πρβλ … Dictionary of Greek
θηροφόνος — θηροφόνος, ον και ος, η, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει άγρια ζώα 2. επίθ. τής Αρτέμιδος και τού Απόλλωνος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηροφόνον (διάφ. γρ. τού θηλυφόνον) αυτό που φονεύει αμέσως τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη… … Dictionary of Greek
θηρόχλαινος — θηρόχλαινος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. λεοντό χλαινος, μελάγ χλαινος] … Dictionary of Greek
θυμολεοντοφθόρος — θυμολεοντοφθόρος, ο (Α) πάπ. αυτός που έχει τόση τόλμη ώστε να σκοτώσει λιοντάρι ή που είναι τόσο φθοροποιός ώστε να συντρίψει και την άγρια διάθεση ενός λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λεοντο φθόρος (< λεων τος + φθορος < φθείρω), πρβλ … Dictionary of Greek
ιπποβάμων — ἱποβάμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «ρήματα… … Dictionary of Greek
ιριδόχρους — ουν αυτός που έχει τα χρώματα τής ίριδας, ιριδοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + χρους (< χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. λεοντό χρους, σιτό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
κανονιόκρανο — το το εξόγκωμα που βρίσκεται γύρω από το στόμιο τής προτομής τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. κανονιόκρανο αντί* κανονόκρανο (βλ. λ. κανονιοβολώ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κρανο (< κρᾱνον «κρανίο», τ. που μαρτυρείται μόνο στο β συνθετικό σύνθ.… … Dictionary of Greek
κατάκαρδος — η, ο 1. αυτός που βγαίνει από τα βάθη τής καρδιάς, ολόψυχος 2. εγκάρδιος. επίρρ... κατάκαρδα 1. στο βάθος τής καρδιάς («η σφαίρα τόν βρήκε κατάκαρδα») 2. φρ. α) «παίρνω κάτι κατάκαρδα» αποδίδω σε κάτι μεγάλη σημασία β) «τόν άγγιξες κατάκαρδα» τόν … Dictionary of Greek
κεραυνομάχης — κεραυνομάχης, ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α) αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντο μάχης, οπλο μάχης] … Dictionary of Greek
κεφαλόπους — κεφαλόπους, οδός, ὁ (Α) στον πληθ. οι κεφαλόποδες τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντό πους, λεοντό πους] … Dictionary of Greek