-
1 λελαβεσθαι
См. также в других словарях:
λελαβέσθαι — λαμβάνω a aor inf mid (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 λελαβεσθαι
λελαβέσθαι — λαμβάνω a aor inf mid (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)