-
1 λυτρόω
λυτρόω, gegen Lösegeld freigeben, χρημάτων τινά, Plat. Theaet. 165 e; erlösen, N. T.; u. pass. λελυτρῶσϑαι ἐκ τῶν ἰδίων, aus eigenen Mitteln, Dem. 19, 170; λυτρωϑείς, ausgelös't, Arist. Eth. 9, 2. – Med. durch Lösegeld befreien, loskaufen, χρημάτων οὐκ ὀλίγων ἐλυτρώσατο αὐτοῖς τὴν χώραν, Pol. 17, 16, 1; D. gie. 5, 17.
-
2 λυτρόω
λυτρόω, gegen Lösegeld freigeben; erlösen; pass. λελυτρῶσϑαι ἐκ τῶν ἰδίων, aus eigenen Mitteln; λυτρωϑείς, ausgelöst; durch Lösegeld befreien, loskaufen
См. также в других словарях:
λυτρώνω — (AM λυτρῶ, όω) [λύτρα] 1. απελευθερώνω αιχμάλωτο λαμβάνοντας λύτρα, ως αντάλλαγμα 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό (α. «ο θάνατος τόν λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», Δημοσθ.) μσν. εξαγοράζω αρχ. 1. (κατά… … Dictionary of Greek