-
1 обувь
обувь ж τα υποδήματα, τα παπούτσια· детская \обувь παιδικά παπούτσια· женская (мужская) \обувь γυναικεία ( ανδρικά), παπούτσια* резиновая \обувь λαστιχένια παπούτσια* спортивная \обувь υποδήματα σπορ* * *жτα υποδήματα, τα παπούτσιαде́тская о́бувь — παιδικά παπούτσια
же́нская (мужска́я) о́бувь — γυναικεία (ανδρικά), παπούτσια
рези́новая о́бувь — λαστιχένια παπούτσια
спорти́вная о́бувь — υποδήματα σπορ
-
2 набойка
набо́йк||аж (на каблуке) τό φάλτσο του τακουνιοῦ:резиновые \набойкаи τά λαστιχένια τακούνια. -
3 обувь
обувьж τό ὑπόδημα, τό παπούτσι:женская \обувь τά γυναικεία παπούτσια· мужская \обувь τά ἀνδρικά παπούτσια· детская \обувь τά παιδικά παπούτσια, τά παπουτσάκια· кожаная \обувь τά πέτσινα παπούτσια· резиновая \обувь τά λαστιχένια παπούτσια, τά λάστιχα· валяная \обувь τά τσόχινα ὑποδήματα. -
4 резиновый
резин||овыйприл λαστιχένιος, του καουτσούκ:\резиновыйовая обувь τά λαστιχένια παπούτσια· \резиновыйовая промышленность ἡ βιομηχανία τοδ καουτσούκ. -
5 υπόδημα
το (чаще πλ.)1) обувь;ανδρικά (γυναικεία, παιδικά) υπόδήματα — мужская (женская, детская) обувь;
λαστιχένια υπόδήματα — резиновая обувь;
2) сапоги -
6 баллон
-а α.1. υαλοδοχείο σφαιρικό.2. λαστιχένια σφαίρα, λάστιχο•передний баллон машины το μπροστινό λάστιχο του οχήματος.
3. η αερόσφαιρα αεροστάτου. -
7 прорезинить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прорезиненный, βρ: -нен, -а, -оρ.σ.μ. λαστιχοποιώ, διαποτίζω με λαστιχένια ουσία.λαστιχοποιούμαι. -
8 резиновый
επ.1. ελαστιχός• λαστ ιχέν ιος• του καουτσούκ•-ое производство παραγωγή ελα-στιχών ή καουτσούκ•
-ые калоши οι γαλότσες•
-ая обувь λαστιχένια παπούτσια.
2. μτφ. (για έννοιες)• εκτατικός.
См. также в других словарях:
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
List of Little Miss characters — The following is a list of Little Miss characters from the children s book series by Roger Hargreaves; the series was also adapted into The Mr. Men Show. Books one (Little Miss Bossy) to thirty (Little Miss Somersault) were written by Hargreaves… … Wikipedia
λαστιχένιος — α, ο [λάστιχο] 1. κατασκευασμένος από λάστιχο 2. ευλύγιστος σαν λάστιχο («λαστιχένια μέση») … Dictionary of Greek
Αμούνδσεν, Ρόαλντ — (Roald Engelbregt Grauning Amundsen, Μπόργκε, Νορβηγία 1872 – Βόρειος Παγωμένος ωκεανός 1928). Νορβηγός εξερευνητής. Η αγάπη του για τις περιπέτειες και το μεγάλο πάθος του για τη θάλασσα τον βοήθησαν να γίνει βαθύς γνώστης του Βόρειου και του… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… … Dictionary of Greek
Ντε Κίρικο, Τζόρτζιο — (Giorgio de Chirico, Βόλος, Ελλάδα 1888 – 1978). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε στην Αθήνα και αργότερα στο Μόναχο, όπου ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα ρομαντικά, φασματικά και ονειρικά τοπία του Άρνολντ Μπέκλιν. Το 1911, ύστερα από σύντομη, διαμονή… … Dictionary of Greek
μπάλα — η (λ. ιταλ.) 1. αντικείμενο που έχει σφαιρικό σχήμα: Μου πέταξε μιαμπάλα χιόνι. 2. βολίδα όπλου, σφαίρα. 3. λαστιχένια σφαίρα, τόπι: Έσπασε το τζάμι πετώντας την μπάλα. 4. δέμα εμπορεύματος: Μας κατάσχεσαν στο τελωνείο είκοσι μπάλες μπαμπάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετόσφαιρα — η 1. σφαίρα λαστιχένια, μπάλα για το παιχνίδι της πετοσφαίρισης. 2. το παιχνίδι της πετοσφαίρισης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιπίλα — η (λ. ιταλ.), καθετί που χρησιμεύει για πιπίλισμα. 2. λαστιχένια θηλή για τα μωρά, αλλιώς ρωγοβύζι, το: Δώσε στο παιδί την πιπίλα του να ησυχάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούσκα — η 1. κύστη ελαστική ή οποιουδήποτε άλλου είδους, και ιδίως η ουροδόχος: Κοντεύει να σπάσει η φούσκα μου (σε επιτακτική ανάγκη για ούρηση). 2. μεγάλη φυσαλίδα του δέρματος που περιέχει υγρό διαυγές, πύο ή αίμα, η φλύκταινα, φουσκάλα, φουσκαλίδα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)