-
1 λαμπρ-όφθαλμος
λαμπρ-όφθαλμος, helläugig, Hesych. v. γλαυκῶπις.
-
2 λαμπρ-αυγέτις
λαμπρ-αυγέτις, ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn, Man. 1, 301.
-
3 λαμπρ-αυγής
λαμπρ-αυγής, ές, hellglänzend, ἀκτίς, Maneth. 4, 415.
-
4 λαμπρ-ειμονέω
λαμπρ-ειμονέω, glänzende, weiße Kleider tragen, Charit. 3, 1.
-
5 λαμπρ-ειμονία
λαμπρ-ειμονία, ἡ, das Tragen glänzender, weißer Kleider, Sp., auch λαμπροειμονία geschrieben.
-
6 λαμπρ-είμων
λαμπρ-είμων, ον, in glänzenden, weißen Kleidern, Hippocr.
-
7 λαμπραυγής
λαμπρ-αυγής, ές, hellglänzend -
8 λαμπρειμονέω
λαμπρ-ειμονέω, glänzende, weiße Kleider tragen -
9 λαμπρειμονία
λαμπρ-ειμονία, ἡ, das Tragen glänzender, weißer Kleider -
10 λαμπρείμων
λαμπρ-είμων, ον, in glänzenden, weißen Kleidern -
11 λαμπρόφθαλμος
См. также в других словарях:
Λάμπρ' — Λάμπρε , Λάμπρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμπρ' — λαμπρά , λαμπρός bright neut nom/voc/acc pl λαμπρά̱ , λαμπρός bright fem nom/voc/acc dual λαμπρά̱ , λαμπρός bright fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαμπρέ , λαμπρός bright masc voc sg λαμπραί , λαμπρός bright fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LAMPROPHORI — Graeci Λαμπροφόροι, dicitiolim in Eccl. qui Baptismo initiati, per integrum septiduum caddidati incedebant, quo de rituhic non uno loco. Sed et Graecis Λαμπροφόρος ἡμέρα dies Resurrectinnis Christi, quae et nonnumquam Λαμπρ`α simpliciter, non… … Hofmann J. Lexicon universale
λάμπουρις — λάμπουρις, ιδος, ἡ (Α) 1. η αλεπού 2. (δ. γρφ. τού λαμπυρίς) η πυγολαμπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λάμπρ ουρις, με ανομοίωση, < λαμπρός + οὐρά] … Dictionary of Greek
λάμπουρος — λάμπουρος, ον (Α) (για την αλεπού) αυτός που έχει ουρά λευκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λάμπρ ουρος, με ανομοίωση, < λαμπρός + ουρος < οὐρά (πρβλ. μελάν ουρος)] … Dictionary of Greek
λευκαυγής — ές (AM λευκαγής, ές) αυτός που εκπέμπει λευκή λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + αυγής (< *αὖγος < αὐγή), πρβλ. λαμπρ αυγής] … Dictionary of Greek
μηνιάτικος — η, ο 1. ο μηνιαίος 2. το ουδ. ως ουσ. το μηνιάτικο α) ενοίκιο ή μίσθωμα ενός μήνα («χρωστάει δύο μηνιάτικα») β) ο μισθός τον οποίο παίρνει κάποιος κάθε μήνα («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πολυαυγής — ές, Μ πάρα πολύ λαμπρός, αστραφτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τό), πρβλ. λαμπρ αυγής] … Dictionary of Greek
σαρακοστιάτικος — η, ο, Ν 1. σαρακοστιανός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σαρακοστιάτικα σε ημέρα ή σε περίοδο νηστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρακοστή + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. λαμπρ ιάτικος, χριστουγενν ιάτικος)] … Dictionary of Greek