-
1 splendide
λαμπρός -
2 skvělý
λαμπρός -
3 świetny
λαμπρός -
4 parlak
λαμπρός, γυαλιστερός -
5 Bright
adj.P. and V. λαμπρός, Ar. and V. φαεννός, παμφαής, V. φαιδρός, εὐαγής (Plat. also but rare P.), φαεσφόρος, φλογωπός, φλογώψ, φοῖβος, εὐφεγγής, καλλιφεγγής, σελασφόρος, ἐξαυγής (Eur., Rhes.); see also Flashing.Magnificent: P. and V. λαμπρός, εὐπρεπής.Happy: see Happy.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bright
-
6 Clear
adj.Of leather: P. εὔδιος (Xen.), V. γαληνός.Clear weather: Ar. and P. αἰθρία, ἡ (Xen.).Of sight: Ar. and P. ὀξύς.Evident, manifest: P. and V. δῆλος. ἐναργής, σαφής, λαμπρός, ἔνδηλος, φανερός, ἐμφανής, ἐκφανής, διαφανής, περιφανής, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, τορός, τρανής. Ar. and P. εὔδηλος, κατάδηλος, Ar. ἐπίδηλος.Clear beforehand: P. πρόδηλος.Intelligible: see Intelligible.Free from trees: P. ψιλός; see Open.Undefiled: P. and V. καθαρός, ὅσιος, εὐαγής (rare P.), ἀκήρατος (rare P.), ἅγνος (rare P.), ἀκέραιος, V. ἀκραιφνής.Net: P. ἀτελής.Clear of: P. and V. ψιλός (gen.); see free from.Keep clear of: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.).Whenever they closed with one another they could not easily get clear: P. ἐπειδὴ προσβάλλοιειν ἀλλήλοις, οὐ ῥᾳδίως ἀπελύοντο (Thuc. 1, 49).——————v. trans.Reclaim ( from wild state): P. and V. ἡμεροῦν, V. ἐξημεροῦν, ἀνημεροῦν (Soph., frag.), καθαίρειν, ἐκκαθαίρειν.Empty: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν.Jump over: see jump over.Clear oneself of ( a charge): P. ἀπολύεσθαι (acc. or absol.).Clear the way: see Prepare.Clear away, remove: P. and V. ἐξαιρεῖν, P. ἐκκαθαίρειν.Clear away the tables: Ar. ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας ( Pax, 1193).Run away: see run away.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clear
-
7 блестящий
блестящий 1) λαμπρός αστραποβόλος (сверкающий ) 2) (превосходный) υπέροχος \блестящийие достижения τα λαμπρά αποτελέσματα* * *1) λαμπρός; αστραποβόλος ( сверкающий)2) ( превосходный) υπέροχοςблестя́щие достиже́ния — τα λαμπρά αποτελέσματα
-
8 яркий
яркий прям., переп. λαμπρός; χτυπητός (о цвете ) φωτεινός (светлый}· \яркий пример το λαμπρό παράδειγμα* * *прям. перен.я́ркий приме́р — το λαμπρό παράδειγμα
-
9 блестящий
блестящий1. прич. от блестеть;2. прил λαμπρός, στιλπνός, φωτοβόλος, σπινθηροβόλος;3. прил перен λαμπρός, θαυμάσιος, περίφημος:\блестящий успех ἡ λαμπρή ἐπιτυχία. -
10 доблестный
επ. -тен, тна, -тно (υψ. ύφος) αντρείος, γενναίος, ένδοξος, λαμπρός,δοξασμένος•-ые военные силы γενναίες στρατιωτικές δυνάμεις•
доблестный подвиг λαμπρό κατόρθωμα•
-ая армия ένδοξος στρατός.
|| εξαίρετος, εξαιρε• доблестныйτικός•доблестный муж λαμπρός σύζυγος.
|| ηρωικός•-ая защита ηρωική υπεράσπιση (αντίσταση)•
доблестный труд ηρωική δουλειά.
-
11 Blazing
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blazing
-
12 Famous
adj.P. and V. εὔδοξος, περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπίσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, περιβόητος, ἔνδοξος, διαφανής, ἐλλόγιμος. Ar. and V. κλεινός (Plat. also but rare P.), V. εὐκλεής, πρεπτός.Be famous for.: P. and V. δόξαν ἔχειν (gen.).Splendid, fine: P. and V. λαμπρός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Famous
-
13 Gay
adj.Cheerful: P. εὔθυμος, Ar. and V. ἱλαρός (Xen.).Of clothes; V. θεωρικός.Fine, splendid: P. and V. λαμπρός.Pleasant: P. and V. ἡδύς.Self-indulgent: Ar. and P. τρυφερός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gay
-
14 Noble
adj.Eminent: P. and V. ἐκπρεπής. εὔδοξος, P. ἀξιόλογος, εὐδόκιμος,Of character: P. and V. γενναῖος. χρηστός, καλός, P. μεγαλόφρων, Ar. and V. ἐσθλός, V. φέριστος, ὑπέρτατος, εὐγενής.Of appearance: P. and V. σεμνός.——————subs.P. δυνατός, ὁ, P. and V. δυνάστης, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Noble
-
15 Radiant
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Radiant
-
16 Resplendent
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Resplendent
-
17 Баллы Бофорта
Βαθμίδες μποφόρ (Bcaufort)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > Баллы Бофорта
-
18 блистательный
блистательн||ыйприл λαμπρός, ἐκ-παγλος, μεγαλοπρεπής, περίλαμπρος:\блистательный успех ἡ λαμπρή ἐπιτυχία; \блистательныйая красота ἡ ἐκπαγλη καλλονή. -
19 великолепиеный
великолепие||ныйприл1. (пышный) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, πολυτελής·2. (очень хороший) ἐξαίρετος, ἐξαίσιος, θαυμάσιος:\великолепиеныйная книга θαυμάσιο βιβλίο· \великолепиеныйный оратор ὁ δεινός ρήτορας. -
20 лучезарный
лучезарныйприл1. γεμάτος <ρῶς, ἀκτινοβόλος·2. перен (о мечтах и т.п.) φωτεινός, λαμπρός·3. перен (о глазах и т. ἡ.) πού ἀστράφτει (ἀπό χαράν).
См. также в других словарях:
Λαμπρός — bright masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρός — bright masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάμπρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
λαμπρός — ή, ό επίρρ. ά 1. φωτεινός, λαμπερός, ακτινοβόλος: Ο λαμπρός ήλιος. 2. εξαίρετος, διαπρεπής, ένδοξος: Ο γιατρός αυτός είναι λαμπρός επιστήμονας. 3. ωραίος: Λαμπρή φορεσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λάμπρος, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1851 – Σκόπελος 1919). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Θεωρείται ο πιο διαπρεπής μεσαιωνολόγος και ιστοριοδίφης της νεότερης Ελλάδας. Γιος του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.), ο Λ. έδειξε πολύ πρώιμη κλίση στα γράμματα… … Dictionary of Greek
Λάμπρος, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1843 – Αθήνα 1909). Νομισματολόγος, γιος του Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα και στην Αθήνα, παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη, όπου επιδόθηκε σε αρχαιολογικές και νομισματολογικές… … Dictionary of Greek
Λάμπρος, Παύλος — (Καλαρρύτες Ηπείρου 1820 – Αθήνα 1887). Νομισματολόγος. Εντελώς αυτοδίδακτος, οργάνωσε πλούσιες νομισματικές συλλογές και δημοσίευσε πολύ αξιόλογες πραγματείες στην ελληνική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα, οι κυριότερες από τις οποίες… … Dictionary of Greek
Κωνσταντάρας, Λάμπρος — (Αθήνα 1913 – 1985). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Φοίτησε στη σχολή του Λουί Ζουβέ στο Παρίσι, όπου πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Σχολείο γυναικών του Μολιέρου (1937). Έπαιξε επίσης στις ταινίες Ευτυχισμένες μέρες, Ας… … Dictionary of Greek
Πορφύρας, Λάμπρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, Χίος 1879 – Πειραιάς 1932). Έλληνας ποιητής. Μεγάλωσε στον Πειραιά και φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν έφτασε μέχρι το πτυχίο. Για ένα διάστημα συγκινήθηκε από τις ιδέες του … Dictionary of Greek
Αντωνιάδης, Λάμπρος — (αρχές 19ου αι.). Λόγιος που έζησε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Το 1818 μετέφρασε από τα γαλλικά την Επίτομη χρονολογική της Γενικής Ιστορίας … Dictionary of Greek