-
1 λαλητός
-
2 λαλητός
-
3 περι-λάλητος
περι-λάλητος, beschwatzt, beredet, Ar. frg. bei D. L. 9, 18, nach Brunck's Aenderung.
-
4 πολυ-λάλητος
πολυ-λάλητος, = Folgdm, Sp., wie Schol. Soph. Phil. 191 u. Eust.
-
5 δυς-εκ-λάλητος
δυς-εκ-λάλητος, schwer auszusprechen, Dion. Hal. Iudic. Lys. 11.
-
6 δημο-λάλητος
δημο-λάλητος, vom Volk gesprochen, allbekannt, VLL.
-
7 αὐτο-λάλητος
αὐτο-λάλητος, mit sich selbst sprechend, Diog. L. 9, 69, v. l. αὐτολαλητής.
-
8 ἀ-περι-λάλητος
ἀ-περι-λάλητος, nicht zu überschwatzen, an Schwatzhaftigkeit nicht zu besiegen, sagt Eur. von Aesch. bei Ar. Ran. 838.
-
9 ἀν-εκ-λάλητος
ἀν-εκ-λάλητος, unaussprechlich, Heliod. p. 252.
-
10 ἀ-λάλητος
-
11 ὁμο-λάλητος
ὁμο-λάλητος, zusammen gesprochen, Sp.
-
12 ἀλάλητος
-
13 ἀνεκλάλητος
-
14 ἀπεριλάλητος
ἀ-περι-λάλητος, nicht zu überschwatzen, an Schwatzhaftigkeit nicht zu besiegen -
15 αὐτολάλητος
-
16 δημολάλητος
δημο-λάλητος, vom Volk gesprochen, allbekannt -
17 δυςεκλάλητος
-
18 ὁμολάλητος
-
19 περιλάλητος
περι-λάλητος, beschwatzt, beredet -
20 πολύλαλος,
πολύ-λαλος, u. πολυ-λάλητος, viel redend
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λαλητός — endowed with speech masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλητός — ή, ό (AM λαλητός, ή, όν) [λαλώ] νεοελλ. 1. (για γιορταστική συγκέντρωση) αυτός που συνοδεύεται από μουσικά όργανα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαλητά φωνές που δεν διακρίνονται, συζήτηση που γίνεται σε απόσταση και δεν ακούγεται καθαρά μσν. 1.… … Dictionary of Greek
λαλητόν — λαλητός endowed with speech masc acc sg λαλητός endowed with speech neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλητοί — λαλητός endowed with speech masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλητούς — λαλητός endowed with speech masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλητή — λαλητός endowed with speech fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμολάλητος — η, ο (Α κοσμολάλητος, ον) πασίγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + λάλητος (< λαλῶ), πρβλ. γλυκο λάλητος, περι λάλητος] … Dictionary of Greek
πολυλάλητος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που επαναλαμβάνεται συχνά στον λόγο αρχ. αθυρόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λαλητός (< λαλῶ), πρβλ. δημο λάλητος] … Dictionary of Greek
αλάλητος — η, ο (Α ἀλάλητος, ον) αυτός που δεν μπόρεσε να λεχθεί, ανείπωτος, ανήκουστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μιλάει, ο άφωνος 2. αυτός που δεν λάλησε ακόμη 3. (για πτηνά ή ανθρώπους) ο μικρός κατά την ηλικία 4. (για πρόσωπα) ο άπειρος λόγω τής νεαρής… … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
ԽՕՍՈՒՆ — (սնոյ, ոց.) NBH 1 0997 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c ա.գ. λαλητός, λογικός loquendi facultate praeditus. Ունակ խօսից, բանից. բանականութեան, եւ կարողութեան խօսելոյ. բանական. բանաւոր. ... *Առեալ զհողն կաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)