-
1 λαίμ-αργος
λαίμ-αργος (od. minder gut nach den Alten von λαι-μάργος), mit der Kehle thätig, in schneller Bewegung, gierig, gefräßig, von Thieren, Arist. H. A. 8, 2; πρὸς τροφήν, part. an. 4, 13; λύκοι, Ep. ad. 418 IX, 2521; Sp., auch adv., Stob. fl. 124, 34.
-
2 λα-
λᾱ-, insep. Prefix with -
3 λαιμός
Grammatical information: m.Meaning: `throat, gullet' (Il.).Derivatives: Denomin.: 1. λαι-μάσσω, - ττω `be voracious' (Ar., Herod.; Schwyzer 733) with λαίμαστρον `voracious animal, carouser', as term of abuse (Herod.; cf. on ζύγαστρον); 2. λαιμώσσω `id'. (Nic. Al. 352 as v.l.); 3. λαιμάω `id'. (Hippon.); 4. λαιμάζουσιν ἐσθίουσιν ἀμέτρως H.; λαιμίζω `cut the throat, slaughter' (Lyc.). - Nouns: λαιμά n. pl. = λαμυρά `voracious, greedy' (H.; Men. 106, codd. λαῖμα, λῆμα), prob. back formation to λαιμάω, - άζω, - άσσω; λαιμώρη ἡ λαμυρίς (Theognost. Kan. 9, Suid.); cf. esp. πληθώρη (on the acc. Wackernagel - Debrunner Phil. 95, 181 f.). - A comp. that became unclear is λαίμαργος `voracious, carouser' (Arist., Thphr.) from *λαιμό-μαργος (cf. esp. γαστρί-μαργος), if not from λαίμαργος; s. Georgacas Glotta 36, 165.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: With λαιμός one connects λαῖτμα (s.v.), for which I see no basis; further no usable connection. - Several proposals: to λαμυρός (s. v.), λάμια, *λαμός (WP. 2, 434 with Prellwitz); to λαίειν, λαήμεναι φθέγγεσθαι H. (Bq; against this WP. 2, 377); to λαιός (Huisman KZ 71, 104; cf. s. v.). Several hypotheses on the badly attested adj. λαιμός (s. λαιμά above) by WP. l.cc., among which Solmsen KZ 44, 171 to λαιδρός (s. v.).Page in Frisk: 2,72-73Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαιμός
См. также в других словарях:
λαίθαργος — και λάθαργος, ον (Α) 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ύπουλα, χωρίς να γαυγίσει, κρυφοδαγκανιάρης 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λήθαργος και πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ., κατά τους εκφραστικούς τ. που… … Dictionary of Greek
λαίμαργος — η, ο (AM λαίμαργος, ον, Μ θηλ. και η) αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek