-
1 λάβρος
hızlı, şiddetli
См. также в других словарях:
λάβρος — furious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek
λάβρος — α, ο βίαιος, ορμητικός: Του επιτέθηκε λάβρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαβρότερον — λάβρος furious adverbial comp λάβρος furious masc acc comp sg λάβρος furious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβροτέρων — λάβρος furious fem gen comp pl λάβρος furious masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρότατα — λάβρος furious adverbial superl λάβρος furious neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρότατον — λάβρος furious masc acc superl sg λάβρος furious neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρον — λάβρος furious masc/fem acc sg λάβρος furious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρως — λάβρος furious adverbial λάβρος furious masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβροτατᾶν — λάβρος furious masc/fem gen superl pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβροτάτη — λάβρος furious fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)