-
1 εγγαιος
2 и 3 и ἔγγειος 21) приросший к земле или растущий из земли(φυτά Plat.)
2) подземный(σκότος Plut.; sc. θεοί Anth.)
3) земной(οὐκ ἔ., ἀλλ΄ οὐράνιος Plat.)
4) земельный(κτῆσις Polyb.; συμβόλαιον Dem.)
τόκοι ἔγγειοι Dem. — доход с земельных участков5) находящийся в земле, врытый в землю(τῶν λίθων μέρη Plut.)
τὰ ἔγγεια Dem. — врытое в землю (сельскохозяйственное) имущество6) туземный, отечественный(ἥβα Aesch.)
τὰ ἔγγαια Xen. ( в отличие от ὑπερόρια) — земельные владения внутри страны
См. также в других словарях:
έγγειος — ο και έγγαιος, α, ο (AM ἔγγειος, ον και ἔγγαιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στη γη, που αποτελείται από κτήματα νεοελλ. 1. «έγγειος ιδιοκτησία» α) ιδιοκτησία που περιλαμβάνει κτήματα με όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις β) ακίνητη περιουσία 2.… … Dictionary of Greek