Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λίγο

  • 101 заботить

    -очу, -отишь
    ρ.δ.μ. ανησυχώ, με ανησυχεί, με τρώει η σκέψη• φοβούμαι•

    отца -ла судьба своего сына τον πατέρα ανησυχούσε η τύχη του παιδιού του•

    это его мало -ит αυτό λίγο τον ανησυχεί.

    1. ανησυχώ, φοβούμαι.
    2. ενδιαφέρομαι, φροντίζω, μεριμνώ, κοιτάζω, νοιάζομαι•

    я нимало не -чусь о нем καθόλου δε φροντίζω γι’ αυτόν•

    он мало --ится о своем здоровье αυτός λίγο ενδιαφέρεται για την υγεία του•

    заботить о чьих выгодах φροντίζω για τα συμφέροντα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > заботить

  • 102 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 103 исподволь

    επίρ.
    βαθμιαία, λίγο-λίγο, προοδευτικά, αγάλια-αγάλια.

    Большой русско-греческий словарь > исподволь

  • 104 ложка

    θ.
    1. κουτάλι, κοχλιάριο, χουλιάρι•

    столовая ложка κουτάλι της σούπας•

    чайная ложка κουταλάκι του τσαγιού•

    деревянная ложка ξύλινο κουτάλι•

    десертная ложка κουταλάκι του γλυκού•

    разливательная ложка κουτάλα διανομής• ποσοτικό μέτρο•

    ложка соли ένα κουτάλι αλάτι.

    2. βλ. кастаньеты.
    εκφρ.
    через час по (чайной) -е – πολύ αργά, από λίγο-λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > ложка

  • 105 малодостоверный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    λίγο αξιόπιστος• αναξιόπιστος•

    -ое известие λίγο αξιόπιστη (μη έγκυρη) είδηση.

    Большой русско-греческий словарь > малодостоверный

  • 106 малоизведанный

    επ.
    λίγο γνωστός, σχεδόν άγνωστος•

    -ая дорога δρόμος λίγο γνωστός.

    Большой русско-греческий словарь > малоизведанный

  • 107 малоизвестный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    λίγο γνωστός, λίγο ακουστός.

    Большой русско-греческий словарь > малоизвестный

  • 108 мало-мальски

    επίρ.
    έστω και λίγο, οσοδήποτε λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > мало-мальски

  • 109 малоплодородный

    επ. βρ: -ден, -дна, -дно; λίγο εύφορος, λίγο καρποφόρος.

    Большой русско-греческий словарь > малоплодородный

  • 110 мало-помалу

    επίρ. (απο) λίγο-λίγο, βαθμιαία.

    Большой русско-греческий словарь > мало-помалу

  • 111 малопригодный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно
    λίγο κατάλληλος•

    -ая земля λίγο κατάλληλη γη.

    Большой русско-греческий словарь > малопригодный

  • 112 малость

    θ.
    1. παλ. μηδαμηνότηταγλι-σχρότητα ασήμαντη ποσότητα.
    2. μικροπράγματα, ψιλοπράγματα, τιποτένια πράγματα.
    3. ως
    επίρ.
    λίγο, λιγάκι.
    εκφρ.
    по -и – από λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > малость

  • 113 малоурожайный

    επ., βρ: -жаен, -жайна, -о
    λίγο καρποφόρος, μικρής σοδειάς•

    малоурожайный год χρόνος μικρής σοδειάς•

    малоурожайный сорт пшеницы ποικιλ-λία σιταριού λίγο καρπερή.

    Большой русско-греческий словарь > малоурожайный

  • 114 малочувствительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    λίγο φωτοπαθής•

    -ая фотопластинка φωτογραφική πλάκα λίγο φωτοπαθής.

    Большой русско-греческий словарь > малочувствительный

  • 115 малый

    επ., βρ: мал, мала, мало; меньше, меньший, малейший.
    1. βλ. маленький (1 σημ.)• -ые дети μικρά παιδιά•

    -ая медведица η μικρή Αρκτος.

    || λίγος, ολιγάριθμος. || ασήμαντος, αδύνατος, ανίσχυρος•

    великий зверь на -ие дела ο αϊτός δεν τρώει μύγες.

    || άσημος, απλός, αφανής•

    мы люди -ые εμείς είμαστε μικροί άνθρωποι.

    || στενός•

    -ые сапоги μικρές μπότες.

    ουσ. το λίγο•

    довольствоваться -ым αρκούμαι και στα λίγα.

    2. ανήλικος.
    εκφρ.
    с -ых лет – από τα μικρά χρόνια, από μικρός•
    самое -ое – το λιγότερο, το ελάχιστο•
    без -ого – σχεδόν, περίπου, παρά λίγο•
    малый -а меньше – (για τέκνα) το ένα κοντά το άλλο ή μικρότερο από το άλλο•
    малый ход – (για πλοίο) κομμένη (μειωμένη) ταχύτητα•
    - ая скорость – μικρή ταχύτητα (φορτηγών τραίνων).
    επ.
    1. (απλ.) νέος, νεανίας, έφηβος.
    2. μαζί με προσδιορισμό σημαίνει φορέα προτερημάτων: славный малый παλικαράκι•

    умный ξεφτεράκι.

    3. υπηρέτης, λακες, τσιράκι.

    Большой русско-греческий словарь > малый

  • 116 надломить

    -омлю, -омишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надломленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω λίγο, μισοσπάζω, μισοτσακίζω.
    2. μτφ. βλάπτω• χαλνώ•

    надломить здоровье βλάπτω την υγεία•

    горе -ло его τα φαρμάκια τον τσάκισαν•

    работа -ла её την έφαγε η δουλειά.

    θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι λίγο. || μτφ. εξαντλούμαι, καταβάλλομαι•

    силы -лись οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > надломить

  • 117 надпороть

    -порю, порешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надпоротый, βρ: -рот, -а, -о
    ρ.σ.μ. ξηλώνω λίγο•

    надпороть подкладку ξηλώνω λίγο τη φόδρα.

    Большой русско-греческий словарь > надпороть

  • 118 надтреснутый

    επ., βρ: -нут, -а, -о
    1. ραγισμένος λίγο•

    -ая тарелка πιάτο λίγο ραγισμένο.

    2. τρεμουλιαστός, τρομώδης, παλμώδης•

    надтреснутый голос τρεμουλιαστή φωνή.

    Большой русско-греческий словарь > надтреснутый

  • 119 нащипать

    -иплю, -шлешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нащипанный, βρ: -пан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. μαζεύω λίγο-λίγο, τσιμπολογώ.
    2. τσιμπώ, προξενώ πόνο.

    Большой русско-греческий словарь > нащипать

  • 120 недавний

    -яя, —ее, επ. όχι πριν πολύ καιρό, πρόσφατος, νωπός, ζεστός, φρέσκος, σύ-νωρος•

    -ее происшествие πρόσφατο συμβάν ή γεγονός•

    -ее время πριν λίγο καιρό (τελευταία)•

    -ое знакомство πρόσφατη γνωριμία•

    с -его времени, с -их пор πριν λίγο, πρόσφατα, κλπ.

    επίρ.
    βλ. недавно.

    Большой русско-греческий словарь > недавний

См. также в других словарях:

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • σύχλιος, -ια, -ιο — λίγο χλιαρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»