Перевод: со всех языков

λέρωσε το/el

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • λερώνω — (Μ λερώνω) [λερός] ρυπαίνω, βρομίζω («ακόμη δεν τό αγόρασα το βιβλίο και τό λέρωσα») νεοελλ. 1. (αμτβ.) ρυπαίνομαι, λεκιάζομαι («πάλι λέρωσε αυτό το πουκάμισο») 2. μτφ. ντροπιάζω, στιγματίζω, σπιλώνω ηθικώς («αυτό το παιδί λέρωσε το όνομα τής… …   Dictionary of Greek

  • γρασίδι — το χλωρό χαμηλό χορτάρι, γκαζόν: Κυλιόταν όλη μέρα στο γρασίδι και λέρωσε τα ρούχα της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατωσέντονο — το το κάτω σεντόνι του κρεβατιού: Λέρωσε το κατωσέντονο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρεσκοβαμμένος — η, ο αυτός που βάφτηκε πριν από λίγο, που τα χρώματα είναι ακόμη νωπά επάνω του: Ακούμπησε σε φρεσκοβαμμένη πόρτα και λέρωσε το σακάκι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»