Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λέγετε

  • 1 рассказать

    рассказать, рассказывать διηγούμαι, αφηγούμαι; расскажите нам. пожалуйста λέγετε μας, παρακαλώ
    * * *
    = рассказывать
    διηγούμαι, αφηγούμαι

    расскажи́те нам, пожа́луйста — λέγετε μας, παρακαλώ

    Русско-греческий словарь > рассказать

  • 2 сказать

    сказать λέγω; скажите, пожалуйста... λέγετε, παρακαλώ...* не скажете ли вы мне...? μπορείτε να μου πείτε; ◇ трудно \сказать είναι δύσκολο να πει κανείς* как \сказать εξαρτάται
    * * *

    скажи́те, пожа́луйста… — λέγετε, παρακαλώ…

    не ска́жете ли вы мне...? — μπορείτε να μου πείτε

    ••

    тру́дно сказа́ть — είναι δύσκολο να πει κανείς

    как сказа́ть — εξαρτάται

    Русско-греческий словарь > сказать

  • 3 да

    да I
    частица
    1. (утвердительная) ναί, μάλιστα:
    Вы придете завтра? · Да! Θά ἔρθετε αὐριο; · Ναί!· да, конечно ναί, βέβαια· да или нет? ναί ἡ ὄχι;· ни да ни нет οὔτε ναί οὔτε ὄχι· да, это так μάλιστα, ἐτσι εἶναι
    2. (при выражении удивления, недоверия) ναί, ἀλήθεια, πραγματικά [-ῶς]:
    ну да! ναί!·
    3. (вводн. сл. в начале речи) ἄ ναί:
    да, еще забыл вам сказать... ἄ ναί, ξέχασα ἐπίσης νά σᾶς πῶ...·
    4. (усилительная) λοιπόν, ντέ, δά, μά:
    да говорите же скорее! λέγετε λοιπόν πιό γρήγορα!· да замолчи же! σώπα ντέ!, σώπα λοιπόν!· да не может быть! αὐτό εἶναι ἀδύνατο!·
    5. (пусть) ᾶς, νά (в переводе часто опускается):
    да здравствует Первое мая! ζήτω ἡ Πρώτη τοῦ Μάη!, ζήτω ἡ πρωτομαγιά! да живет он многие годы! νά ζήσει χρόνια πολλά!
    да II
    союз
    1. (соединительный) καί (перед гласными принимает форму κἰ):
    ты да я ἐσύ κι ἐγώ·
    2. (присоединительный в смысле «к тому же», «вдобавок») καί, κι ἐπί πλέον:
    холодно, да дождь льет κάνει κρύο καί ἐκτός αὐτοῦ (или κι ἐπί πλεον) βρέχει· шел он один, да еще в темноте βάδιζε μόνος του καί μάλιστα στά σκοτεινά·
    3. (противительный) μά, ἀλλά, ὀμως:
    хорошо, да не очень καλά, μά ὄχι καί τόσο, εἶναι καλό, ἀλλά ὄχι καί σπουδαίο.

    Русско-новогреческий словарь > да

См. также в других словарях:

  • λέγετε — λέγω 1 lay pres imperat act 2nd pl λέγω 1 lay pres ind act 2nd pl λέγω 1 lay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) λέγω 2 pick up pres imperat act 2nd pl λέγω 2 pick up pres ind act 2nd pl λέγω 2 pick up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) λέγω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγεθ' — λέγετε , λέγω 1 lay pres imperat act 2nd pl λέγετε , λέγω 1 lay pres ind act 2nd pl λέγεται , λέγω 1 lay pres ind mp 3rd sg λέγετο , λέγω 1 lay imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) λέγετε , λέγω 1 lay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) λέγετε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγετ' — λέγετε , λέγω 1 lay pres imperat act 2nd pl λέγετε , λέγω 1 lay pres ind act 2nd pl λέγεται , λέγω 1 lay pres ind mp 3rd sg λέγετο , λέγω 1 lay imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) λέγετε , λέγω 1 lay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) λέγετε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Matthew 16:2b–3 — Gospel of Matthew 16:2b–3 (the signs of the times), the passage describes a confrontation between Jesus and the Pharisees and Sadducees over their demand for a sign from heaven. It is one of several passages of the New Testament that are absent… …   Wikipedia

  • άμε — (πληθ. άμετε και αμέτε πήγαινε, φύγε (πληθ. πηγαίνετε, φύγετε). [ΕΤΥΜΟΛ. Μόριο παρακελευσματικό, β΄ πρόσωπο ενικού και πληθυντικού (άμε, άμετε). Ετυμολογικά οι τ. άμε άμετε είναι ρηματικής προελεύσεως. Συγκεκριμένα το μόριο άμε προήλθε από την… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορηματικός — ή, ό [κατηγόρημα] 1. αυτός που διατυπώνεται σαφώς και απεριφράστως, ρητός, οριστικός και ανεπιφύλακτος («η απάντηση ήταν κατηγορηματική») 2. αυτός που έχει θέση κατηγορουμένου 3. φρ. α) «κατηγορηματική μετοχή» η μετοχή η οποία λειτουργεί ως… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • υπερβατός — ή, ό / ὑπερβατός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν (γραμμ. ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις τής πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»