-
1 εξαιρεω
(fut. ἐξαιρήσω, aor. 2 ἐξεῖλον, pf. ἐξῄρηκα)1) вынимать, извлекать, удалять(τὸν λίθον, τέν νηδύν Her.; τὸ δέλτα τοῦ ὀνόματος Plat.; τοὺς ὀδόντας Arst.; ἔπος τινὰ ἐκ τῶν τοῦ Ἡσιόδου Plut.)
τὰ ἱερὰ ἐξῃρημένα Xen. — вынутые внутренности жертвенного животного2) вынимать, доставать(πέπλους ἔνθεν, med. ὀϊστὸν φαρέτρης Hom.; λέβητός τι Pind.)
3) выкапывать, добывать4) снимать, срывать(οἴακας νεώς Eur.)
5) med. убирать(τὰ μεγάλα ἱστία Xen.)
6) med. выгружать(τὰ φορτία Hes.; τὸν σῖτον Thuc., Dem.; τὰ ἀγώγιμα Xen.)
7) опорожнять(ὅ κέραμος ἐξαιρεόμενος Her.)
8) отнимать, похищать, увозить(Μήδειαν ἐκ Κόλχων δόμων Pind.; med.: τέκνα τινί Hom.; τὰ φίλτατα Soph.; ἄνδρα δραπετέν γενόμενον Her.)
ἐξελέσθαι τινὰ θυμόν Hom. — лишать кого-л. жизни9) med. оберегать, охранять, освобождать, спасать(τινὰ τῶν κινδύνων Dem.; τινὰ τοῦ πολέμου Polyb.; τοὺς ἀδικουμένους βίας Plut.)
ἐ. τινα εἰς ἐλευθερίαν Lys. — требовать чьего-л. освобождения10) тж. med. отнимать, устранять, рассеивать, прекращать(τινὸς φόβον Eur. и φόβους Isocr.; med. νεῖκός τινος Eur.)
ἁμαρτίας ἐξῃρημένης Plat. — с устранением ошибки;τὸ ἐπιθυμοῦν οὐκ ἐξῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους Thuc. — трудности не охладили их рвения;ἐξαιρεθεὴς ἀδικίαν Plat. — тот, в ком искоренена несправедливость11) улаживать(λόγοις τὰς διαφοράς Isocr.)
12) отвергать, опровергать(τὰς ἐμποδίους δόξας Plat.; med. τὸν ἐναντίον λόγον Arst.; ἐξελέσθαι τέν διαβολήν τινος Plat.)
13) отвергать, презирать(τὰ παλαιὰ θέσφατα Soph.)
14) устранять, исключатьμητέρας ἐξελόντες Her. — за исключением матерей;Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου Plat. — о Симмии я не говорю;τὸ μέσον τινὸς ἐξελεῖν Dem. — пропустить, обойти молчанием середину чего-л.15) выделять, обособлять(τὰς ἀντιμοιρίας, med. τέν οἰκίαν εἰς ἔκτισιν προικός Dem.)
16) изгонять, прогонять17) уничтожать, истреблять(θῆρας χθονός Eur.; σφῆκας Xen.)
18) разрушать, разорять, опустошать(οἰκίας καὴ πόλεις Plat.)
19) захватывать, завоевывать(πόλιν Thuc.; χωρίον Dem., Plut.)
πᾶν ἐξαιρεῖ λόγος Eur. — слово покоряет все20) med. выбирать21) выделять, отбирать, предназначать(Ἑκαμήδην Νέστορι Hom.)
ἐξελεῖν τινι τεμένεα Hes. — отвести кому-л. лучшие участки;med. — отбирать для себя, брать себе (μενοεικέα Hom.; τινα αὑτῷ κτῆμα Soph.):δῶρον ἐξελέσθαι τινός Soph. — получить от кого-л. дар22) культ. посвящать(κλήρους τοῖς θεοῖς Thuc.)
ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι Her. — посвященный Посидону -
2 εφθος
3[adj. verb. к ἕψω См. εψω]1) вареный(ὄρνιθες ἢ ἰχθύες Her.; τὰ ἐκ λέβητος ἑφθά Eur.; κριθαί Arst.; ἀλεκτρυών Plut.)
2) переваренный, кипяченый(ὕδωρ Arst.)
3) очищенный плавкой, т.е. чистый(χρυσός Plut.)
-
3 κυτος
1) выпуклость, тж. кривизна, изгиб(κύκλου Aesch.; ἀσπίδος Eur.; τρίποδος Eur.)
2) полость(θώρακος Arph.; λέβητος Eur.)
; кузов(νηός Anth.)
3) сосуд, урнаπλεκτὸν κ. Eur. — плетенка, корзина4) вместилище, оболочка(τῆς κεφαλῆς Plat.)
τὸ ὄπισθεν κ. Arst. — затылок;τὸ τῆς ψυχῆς κ. Plat. = σῶμα5) тело6) образ, видἀνδρείῳ κύτει Soph. — в человеческом образе
-
4 πλευρωμα
(ὁμόσπλαχνα πλευρώματα Aesch.)
λέβητος πλευρώματα Aesch. — стенки сосуда, т.е. погребальная урна
См. также в других словарях:
λέβητος — λέβης kettle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
IONA sive IONAS — IONA, sive IONAS unus es 12. minoribus Prophetis. Incepit sub Ioa et Amazia. secundum quosdam, munere suo erga Ninevitas defungi, A. M. 3211. Aliis id in A, C. 3168. reicientibus. Vide deillo 2. Reg. c. 14. v. 25. et Prophetiam eius, 4. capp.… … Hofmann J. Lexicon universale
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek
νηδύς — νηδύς, ἡ (Α) 1. στομάχι («τὰ τῆς ταλαίης νηδύος θρεπτήρια», Σοφ.) 2. κοιλιά, υπογάστριο 3. σπλάγχνα, εντόσθια 4. η μήτρα 5. μτφ. κοιλότητα αντικειμένου (α. «νηδὺς νάρθηκος», Νίκ. β. «νηδὺς λέβητος», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή… … Dictionary of Greek
περιδίδωμι — Α μεσ. περιδίδομαι στοιχηματίζω («τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίδωμι «δίνω»] … Dictionary of Greek
πλεύρωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.), στην πρώην επαρχία Έδεσσας, του νομού Πέλλης. * * * το, ΝΑ νεοελλ. πλευρά, πλαγιά λόφου ή όρους αρχ. πλευρά ανθρώπου ή αντικειμένου (α. «ὁμοσπλάγχνων πλευρωμάτων», Αισχύλ.) β. «λέβητος χαλκίου πλευρώματα», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek