-
21 λάρων
λάροςsea-mew: masc gen pl -
22 λαρότερον
λᾱρότερον, λαρόςpleasant to the taste: adverbial compλᾱρότερον, λαρόςpleasant to the taste: masc acc comp sgλᾱρότερον, λαρόςpleasant to the taste: neut nom /voc /acc comp sg -
23 λαρις
-
24 λαρόν
λᾱρόν, λαρόςpleasant to the taste: masc /fem acc sgλᾱρόν, λαρόςpleasant to the taste: neut nom /voc /acc sg -
25 κήξ
-
26 λαρίς
λαρίς, ίδος, ἡ, = λάρος, Leon. Tar. 74 (VII, 652).
-
27 λαροίς
-
28 λαροῖς
-
29 λαροίσ'
-
30 λαροῖσ'
-
31 λαροίσιν
-
32 λαροῖσιν
-
33 λαροτέρην
λᾱροτέρην, λαρόςpleasant to the taste: fem acc comp sg (epic ionic) -
34 λαρού
-
35 λαροῦ
-
36 λαρώ
-
37 λαρῷ
-
38 λαρά
λᾱρά, λαρόςpleasant to the taste: neut nom /voc /acc pl -
39 λαρότατος
λᾱρότατος, λαρόςpleasant to the taste: masc nom superl sg -
40 λαρότερος
λᾱρότερος, λαρόςpleasant to the taste: masc nom comp sg
См. также в других словарях:
λαρός — λαρός, όν (Α) ευχάριστος στη γεύση, στην οσμή, στην όψη ή στην ακοή (α. «λαρώτατος οἶνος», Ομ. Οδ. β. «λαρὸν ἔπος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο υπερθετικός τού επιθ. λᾱρώτατος με το ω τής κατάλ. αφήνει να εννοηθεί ότι το α τού τ. θα πρέπει στην… … Dictionary of Greek
λάρος — sea mew masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… … Dictionary of Greek
λαρός — λᾱρός , λαρός pleasant to the taste masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαρός, Γιόχαν — (Johann Laroche, Μπρατισλάβα 1745 – Βιέννη 1806). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου. Το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με τον σκηνικό ήρωα Κάσπερλ, με τον οποίο κατέληξε να ταυτιστεί. Ο Κάσπερλ αποτελούσε τυπική μορφή της αυστριακής λαϊκής κωμωδίας. Στο … Dictionary of Greek
λάρε — λάρος sea mew masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάροι — λάρος sea mew masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάροις — λάρος sea mew masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρον — λάρος sea mew masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρου — λάρος sea mew masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρους — λάρος sea mew masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)