-
1 Λαιος
-
2 λαιος
-
3 Λαος
-
4 νεκρος
I31) мертвый, умерший, павший, убитый(Λάϊος Soph.; ἵππος Pind.; σώματα Plut.; перен. ἥ πίστις, ἐὰν μέ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστι NT.)
2) полный мертвецов(ὅ ν. Αἵδης ἐξεμεῖ τεθνηκότας Anth.)
IIὅ1) мертвое тело, труп(ν. ἀνθρώπου, ν. πρόσφατος Her.)
2) мертвец, покойник(ἔθνεα νεκρῶν Hom.)
3) убитый, павшийπολλοὺς νεκροὺς ποιεῖν Polyb. — перебить многих
-
5 νεολαια
Iἥ [λαιός] юношество, молодежь Aesch.IIadj. f молодая, юнаяν. χείρ γυναικῶν Eur. — руки молодых женщин
См. также в других словарях:
Λάιος — Λάϊος , Λαΐος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιός — blue thrush masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της αρχαίας Θήβας, εγγονός του Κάδμου, γιος του Λάβδακου και πατέρας του Οιδίποδα. Βλ. λ. Λαβδακίδες. * * * (I) λαιός, ὁ (Α) το πουλί πετροκότσυφας («τούτων ὅμοιος τῷ μέλανι κοττύφῳ ἐστὶ λαιός», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η… … Dictionary of Greek
Λαίος — Λαίς fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιά — λαιός blue thrush neut nom/voc/acc pl λαιά̱ , λαιός blue thrush fem nom/voc/acc dual λαιά̱ , λαιός blue thrush fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιόν — λαιός blue thrush masc acc sg λαιός blue thrush neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Лай — (Λάϊος) сын Лабдака, отец Эдипа; см. Эдип … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λαιοῖο — λαιός blue thrush masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιοῖς — λαιός blue thrush masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιοῖσι — λαιός blue thrush masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιοῖσιν — λαιός blue thrush masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)