-
1 Κυθήρα
Κυθήρᾱ, Κυθήραfem nom /voc /acc dual——————Κυθήρᾱͅ, Κυθήραfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Κύθηρα
Κύθηραfrom Cythera: neut nom /voc /acc pl -
3 Κύθηρα
-
4 Κύθηρα
Κύθηρα, pl.: Cythēra, an island off the coast of Laconia, S.W. of the promontory of Malēa, where the worship of Aphrodite had been introduced by an early Phoenician colony, Od. 9.81, Il. 15.432. — Κυθηρόθεν, from Cythēra, Il. 15.538. —Adj. Κυθήριος, of Cythēra, Il. 10.268, Il. 15.431.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Κύθηρα
-
5 Κυθήρᾳ
Βλ. λ. Κυθήρα -
6 Κυθήρας
Κυθήρᾱς, Κυθήραfem acc plΚυθήρᾱς, Κυθήραfem gen sg (attic doric aeolic) -
7 Κυθήρης
Κυθήραfem gen sg (epic ionic) -
8 Κυθήροις
Κύθηραfrom Cythera: neut dat plΚύθηροςmasc dat pl -
9 Κυθήροισι
Κύθηραfrom Cythera: neut dat pl (epic ionic aeolic)Κύθηροςmasc dat pl (epic ionic aeolic) -
10 Κυθήρου
Κύθηραfrom Cythera: neut gen sgΚύθηροςmasc gen sg -
11 Κυθήρων
Κύθηραfrom Cythera: neut gen plΚύθηροςmasc gen pl -
12 Κύθηρον
Κύθηραfrom Cythera: neut nom /voc /acc sgΚύθηροςmasc acc sg -
13 Κυθέρεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κυθέρεια
-
14 Κυθήρη
-
15 Κυθήρῃ
-
16 Κυθέρεια
Grammatical information: f.Meaning: `surname of Aphrodite (Od.); from the island (τὰ) Κύθηρα with shortening of the η (because of the metre, v. Wilamowitz Glaube 1, 95 n. 9, after εὑπατέρεια a. o.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Not with Güntert Kalypso 187 f. after antique grammarians to κεύθω. The name of the island was no doubt Pre-Greek.Page in Frisk: 2,43Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Κυθέρεια
См. также в других словарях:
Κυθήρα — Κυθήρᾱ , Κυθήρα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυθήρᾳ — Κυθήρᾱͅ , Κυθήρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύθηρα — from Cythera neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύθηρα — I Νησί (278 τ. χλμ., 3.354 κάτ.) στη συμβολή του Ιονίου, του Μυρτώου και του Κρητικού πελάγους. Βρίσκεται απέναντι από τον Λακωνικό κόλπο, ΝΔ του ακρωτηρίου Μαλέας. Υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Πειραιώς του νομού Αττικής. Το σύνολο των… … Dictionary of Greek
Κύθηρα — Sp Kityra Ap Κύθηρα/Kythira L Viduržemio j. s. ir mst. joje, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κύθηρα — τα το νησί Τσιρίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κυθήρας — Κυθήρᾱς , Κυθήρα fem acc pl Κυθήρᾱς , Κυθήρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… … Dictionary of Greek
Λεοντσίνης, Γεώργιος — (Κύθηρα 1941 –). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο East Anglia της Μεγάλης Βρετανίας, του οποίου αναγορεύτηκε διδάκτορας. Εργάστηκε ως καθηγητής… … Dictionary of Greek
Μαλάνος, Τίμος — (Κύθηρα 1897 – Λοζάνη, Ελβετία 1984). Κριτικός της λογοτεχνίας. Εγκαταστάθηκε το 1908 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματα. Γνώρισε τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη και είναι ο πρώτος που έγραψε βιβλίο για τον… … Dictionary of Greek
Τζάννες, Νικήτας — (Κύθηρα 1801 – Πειραιάς 1864). Εθνικός ευεργέτης. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη (1815), όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια και κατόρθωσε να εξελιχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους μεγαλέμπορους της εκεί ελληνικής κοινότητας. Το… … Dictionary of Greek