-
21 κιθαριστρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαριστρίς
-
22 κιθαριστύς
A the art of playing the cithara,ἐκλέλαθον κιθαριστύν Il.2.600
, cf. Phanocl.1.21. ([dialect] Ion. word.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαριστύς
-
23 κίθαρις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίθαρις
-
24 κίθαρος
κῐθαρ-ος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίθαρος
-
25 κιθαρῳδέω
κιθαρ-ῳδέω, auf der Zither spielen u. dazu singen -
26 κιθαρῳδικός
κιθαρ-ῳδικός, ή, όν, zum Spielen der Zither mit Gesangbegleitung gehörig -
27 κιθαρῳδός
κιθαρ-ῳδός, ὁ, der die Zither spielt u. dazu singt, unterschieden von κιϑαριστής -
28 κιθαραοιδος
-
29 κιθαρωδεω
-
30 κιθαρωδια
-
31 κιθαρωδικη
-
32 κιθαρωδος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θείτσα — η υποκορ. τού θεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θει ίτσα κατά προφύλαξη < θεία + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. κιθαρ ίτσα, ταβερν ίτσα)] … Dictionary of Greek
κερωδός — κερῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με κεράτινη σάλπιγγα ή με αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ῳδός (< άείδω), πρβλ. κιθαρ ῳδός, μελ ῳδός] … Dictionary of Greek
κινυρίστρια — κινυρίστρια, ἡ (Α) αυτή που παίζει το μουσικό όργανο κινύρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινύρα + κατάλ. ίστρια (θηλ. τού ιστής) (πρβλ. κιθαρ ίστρια, τυμπαν ίστρια)] … Dictionary of Greek
λινωδία — λινῳδία, ἡ (Α) η ωδή, το άσμα τού Λίνου*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λινῳδός < Λίνος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός, χορ ωδός] … Dictionary of Greek
λυρωδός — λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ ωδός, τραγ ωδός] … Dictionary of Greek
μαγωδός — μαγῳδός, ὁ (Α) κωμικός ηθοποιός, μίμος που φορούσε γυναικεία ρούχα και υποδυόταν άσεμνους τύπους με τη συνοδεία κυμβάλων και τυμπάνων κατά τη μαγῳδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαγ(αδ) ῳδός (με απλολογία, πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) > μάγαδις*… … Dictionary of Greek
μιμωδός — μιμῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδούσε σε μίμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] … Dictionary of Greek
μονωδός — ό (ΑΜ μονῳδός, όν) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μονωδός αυτός που άδει μονωδία, που τραγουδάει μόνος, όχι «εν χορώ», χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας μσν. το αρσ. ως ουσ. ποιητής δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο πρόσωπο. επίρρ … Dictionary of Greek
μπασκετμπολίστας — ο, θηλ. τρια παίκτης τού μπάσκετμπολ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάσκετμπολ + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] … Dictionary of Greek
νεαρωδός — νεαρῳδός, όν (Α) νεαοιδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + ῳδός (< ᾠδή) πρβλ. κιθαρ ωδός] … Dictionary of Greek
νομωδός — νομωδός, ὁ (Α) 1. αυτός που άδει, που κηρύσσει τον νόμο 2. εξηγητής τού νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] … Dictionary of Greek