-
21 καθαρός
propre -
22 καθαρός
czysty przym. -
23 καθαρός
čistý -
24 καθαρός
1) aboveboard2) clean3) sheer4) utterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καθαρός
-
25 Καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται
• У кого совесть чиста, тому нечего боятьсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012——————• У кого совесть чиста, тому нечего бояться• На ровном месте не споткнешьсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται
-
26 φιλο-κάθαρος
φιλο-κάθαρος, Reinheit, Heiligkeit liebend, Ptolem.
-
27 чистый
καθαρός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чистый
-
28 abdestli
καθαρός -
29 propre
καθαρός -
30 καθαρά
καθαρόςphysically clean: neut nom /voc /acc plκαθαρά̱, καθαρόςphysically clean: fem nom /voc /acc dualκαθαρά̱, καθαρόςphysically clean: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
31 καθαρώτερον
καθαρόςphysically clean: adverbial compκαθαρόςphysically clean: masc acc comp sgκαθαρόςphysically clean: neut nom /voc /acc comp sg -
32 καθαρωτάτη
καθαρόςphysically clean: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————καθαρόςphysically clean: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
33 καθαρωτάτων
καθαρόςphysically clean: fem gen superl plκαθαρόςphysically clean: masc /neut gen superl pl -
34 καθαρωτέραις
καθαρόςphysically clean: fem dat comp plκαθαρωτέρᾱͅς, καθαρόςphysically clean: fem dat comp pl (attic) -
35 καθαρωτέρων
καθαρόςphysically clean: fem gen comp plκαθαρόςphysically clean: masc /neut gen comp pl -
36 καθαρόν
καθαρόςphysically clean: masc acc sgκαθαρόςphysically clean: neut nom /voc /acc sg -
37 καθαρώτατα
καθαρόςphysically clean: adverbial superlκαθαρόςphysically clean: neut nom /voc /acc superl pl -
38 καθαρώτατον
καθαρόςphysically clean: masc acc superl sgκαθαρόςphysically clean: neut nom /voc /acc superl sg -
39 беспримесный
καθαρός, απαλλαγμένος ξένων ουσιών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > беспримесный
-
40 καθαραί
καθαρόςphysically clean: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
καθαρός — physically clean masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παστρικός, αλέρωτος: Πρέπει να διατηρούμε το σώμα μας καθαρό. 2. ανόθευτος, αγνός, αμιγής: Αυτό είναι καθαρό οινόπνευμα. 3. διαυγής, αίθριος: Σήμερα έχουμε καθαρό ουρανό. 4. αυτός που αγαπάει την καθαριότητα: Ο μάγειρας που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καθαρός, Μιχαήλ — (14ος αι.).Νόθος γιος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, δευτερότοκου γιου του Ανδρόνικου B’ (1282 1328), και της Καθαράς, θεραπαινίδας της συζύγου του, από την οποία πήρε το επώνυμό του. Ο παππούς του, Ανδρόνικος B’, επειδή δυσαρεστήθηκε από την… … Dictionary of Greek
καθαρά — καθαρός physically clean neut nom/voc/acc pl καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc/acc dual καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρώτερον — καθαρός physically clean adverbial comp καθαρός physically clean masc acc comp sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρωτάτων — καθαρός physically clean fem gen superl pl καθαρός physically clean masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρωτέραις — καθαρός physically clean fem dat comp pl καθαρωτέρᾱͅς , καθαρός physically clean fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρωτέρων — καθαρός physically clean fem gen comp pl καθαρός physically clean masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρόν — καθαρός physically clean masc acc sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρώτατα — καθαρός physically clean adverbial superl καθαρός physically clean neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)