Перевод:
с греческого на все языки
κύλιξι
См. также в других словарях:
κύλιξι — κύλιξ cup fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιψακάζω — ἐπιψακάζω (Α) 1. επιψεκάζω* 2. (για κρασί) πίνω σιγά σιγά, κουτσοπίνω («ἢν οἱ παῑδες μικραῑς κύλιξι πυκνά ἐπιψακάζωσιν», Ξεν.) … Dictionary of Greek