-
1 голубой
-
2 синий
-
3 синеть
-
4 василек
васил||екм ὁ κύανος, τό μπλουέ. -
5 василёк
-лька α.κύανοςαζουριά,μπλουέ. -
6 голубеть
-еетρ.δ.γαλαζιώνω, κυανίζω. || γίνομαι γαλάζιος, κυανός. -
7 голубой
επ.γαλάζιος, γαλανός, κυανός, κυ-ανόχρωμος, θαλασσής•-ые глаза γαλανά μάτια•
-ое небо γαλάζιος ουρανός.
εκφρ.голубойая кровь – γαλάζιο (κυανό) αίμα (για ευγενική καταγωγή). -
8 залиловеть
-еетρ.σ. αρχίζω να φαίνομαι κυανός. -
9 засинеть
-
10 засинить
-
11 кубовый
επ. (για υφάσματα) κυανός, μπλε. -
12 лазурный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноκυανός, γαλάζιος. -
13 лиловеть
-етρ.δ. κυανίζω σαν το κρίνο. || γίνομαι κυανός σαν το κρίνο. -
14 посинелый
επ.κυανός, γαλανός, γαλάζιος. -
15 сапфирный
επ.1. σαπφείρινος, ζαφειρένιος.2. κυανός, χρώματος σαπφείρου. -
16 синий
-яя, -ееεπ., βρ: синь, синя, сине κ. παλ. синёκυανός, μπλε, γαλάζιος.εκφρ.синий чулок – γυναίκα επιστήμονας και κάτισχνη (από την πολλή εργασία). -
17 синь
-и θ.1. βλ. синева.2. χρώμα κυανό. || κυανός χρωματισμός, κυανή χροιά. -
18 синюшный
επ., βρ: -шен, -пша, -шно (ιατρ.) κυανός, γαλάζιος• μελανός (για δέρμα, χείλη). -
19 azure
1) γαλάζιος2) γαλανός3) κυανός
См. также в других словарях:
κύανος — dark blue enamel masc nom sg κύανος dark blue enamel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek
κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… … Dictionary of Greek
κυανός, -ή — ό γαλάζιος, ουρανής, θαλασσής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυανώτερον — κύανος dark blue enamel adverbial comp κύανος dark blue enamel masc acc comp sg κύανος dark blue enamel neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάνων — κύανος dark blue enamel fem gen pl κύανος dark blue enamel masc/neut gen pl κύανος dark blue enamel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύανον — κύανος dark blue enamel masc acc sg κύανος dark blue enamel neut nom/voc/acc sg κύανος dark blue enamel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανώτατον — κύανος dark blue enamel masc acc superl sg κύανος dark blue enamel neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάνοιο — κύανος dark blue enamel masc/neut gen sg (epic) κύανος dark blue enamel masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάνου — κύανος dark blue enamel masc/neut gen sg κύανος dark blue enamel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάνῳ — κύανος dark blue enamel masc/neut dat sg κύανος dark blue enamel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)