-
1 πυρκοοι
См. также в других словарях:
κόοι — κόος cavity masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- — k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen” Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… … Proto-Indo-European etymological dictionary
суе — нареч. напрасно, зря , церк., часто суе в сложениях: суевер, суеверие, суеглазить глазеть , суеглазый зевака ; суета, др. русск. суи пустой, тщетный , ст. слав. соуи μάταιος, въсоуѥ μάτην (Супр., Мар., Зогр., Клоц.), болг. суета. Сравнивают с др … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
κοώ — κοῶ, έω και άω (Α) ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κοῶ (< *κοF έω) θεωρείται μετονοματικό παρ. ενός ον. *κόF ος που εμφανίζεται ως β συνθετικό στα Μυκηναϊκά (πρβλ. epi ko woi «επιτηρητές»), στα Έπη (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Λαο κόων) και σε μεταγενέστερους… … Dictionary of Greek
κώος — (II) κῶος και, κατά τον Ησύχ., κόος, ὁ (Α) 1. (συν. τον πληθ.) οἱ κῶοι σπήλαια («ἔνιοι δὲ κώους μᾱλλον τὰ τοιαῡτα κοιλώματα λέγεσθαί φασιν», Στράβ.) 2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή 3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῶος < *κῶF ος … Dictionary of Greek
εὐάκοοι — εὐά̱κοοι , εὐάκοος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάκοοι — ἐπά̱κοοι , ἐπήκοος listening masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)