-
21 κιττίνοις
κισσίνοις, κίσσινονof ivy: neut dat plκισσίνοις, κίσσινοςof ivy: masc /neut dat pl -
22 κίσσινα
κίσσινονof ivy: neut nom /voc /acc plκίσσινοςof ivy: neut nom /voc /acc pl -
23 κισσήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσήεις
-
24 κισσός
Grammatical information: m.Meaning: `ivy, Hedera helix' (IA.)Other forms: Att. κιττόςCompounds: Often as 1. member, e. g. κισσο-φόρος `having ivy' (Pi., Ar.); also as 2. member, e. g. κατά-κισσος `crowned with ivy' (Anacreont.).Derivatives: Diminut. κισσίον = ἀσκληπιάς (Ps.-Dsc.); κίσσινος `of ivy' (Pi., E.), κισσήεις `id.' (Nic., Nonn.; on the formation Schwyzer 527), κισσώδης `envelopped with ivy' (Nonn.); κισσεύς surname of Apollon (A. Fr. 341; Boßhardt Die Nom. auf - ευς 43f.); κισσών `forest with ivy' (Hdn. Gr.), κίσσαρος = κισσός (Gloss.). Denomin. verb κισσόω, - ττ- `crown with ivy' (E., Alciphr.) with κίττωσις (Attica).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Foreign word of unknown origin (cf. Güntert Labyrinth 22, Bertoldi Studi etr. 10, 26 n. 2). Wrong IE. explanations in Bq and W.-Hofmann s. hedera. Pre-Greek, Fur. 256 w. n. 36 on - αρος.Page in Frisk: 1,860Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κισσός
-
25 Ivy
subs.P. and V. κισσός, ὁ (Plat., Sym. 212E).Of ivy, adj.: V. κίσσινος.Wreathing my head with ivy: V. κρᾶτα κισσώσας ἐμόν (Eur., Bacch. 205).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ivy
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κίσσινος — κίσσινος, ίνη, ον (Α) [κισσός] 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από κισσό ή ξύλο κισσού («στεφανοῡν τε κρᾱτα κισσίνοις βλαστήμασιν», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κίσσινον ονομασία εμπλάστρου … Dictionary of Greek
κισσίνη — κίσσινος of ivy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσίνην — κίσσινος of ivy fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσίνους — κίσσινος of ivy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσίνῃ — κίσσινος of ivy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσσιν' — κίσσινα , κίσσινον of ivy neut nom/voc/acc pl κίσσινα , κίσσινος of ivy neut nom/voc/acc pl κίσσινε , κίσσινος of ivy masc voc sg κίσσιναι , κίσσινος of ivy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσίνας — κισσίνᾱς , κίσσινος of ivy fem acc pl κισσίνᾱς , κίσσινος of ivy fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσίνων — κίσσινον of ivy neut gen pl κίσσινος of ivy fem gen pl κίσσινος of ivy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσσινον — of ivy neut nom/voc/acc sg κίσσινος of ivy masc acc sg κίσσινος of ivy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσήεις — κισσήεις, εσσα, ῆεν (AM) κίσσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + επίθημα ήεις (πρβλ. ανθ ήεις, δενδρ ήεις)] … Dictionary of Greek
κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η … Dictionary of Greek