-
1 κίγκλισις
-
2 κίγκλισις
κίγκλισις, ἡ, u. κιγκλισμός, ὁ, häufige, schnelle Bewegung
См. также в других словарях:
κίγκλισις — κίγκλισις, εως, ιων. γεν. ιος, ἡ (Α) [κιγκλίζω (II)] ταχεία, ξαφνική κίνηση … Dictionary of Greek
κιγκλίσιος — κίγκλισις quick fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίγκλισιν — κίγκλισις quick fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιγκλισμός — κιγκλισμός, ὁ (Α) [κιγκλίζω (II)] 1. κίγκλισις* 2. ταραχή … Dictionary of Greek
κιγκλίσι — κιγκλίσῑ , κίγκλισις quick fem dat sg (epic doric ionic aeolic) κιγκλίς latticed gates fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)